Σχεδόν διπλάσιος είναι ο αριθμός των παιδιών που έχουν υψηλή αρτηριακή πίεση σήμερα σε σχέση με τις αρχές του 2000, όπως υποστηρίζει μια νέα έρευνα που δημοσιεύθηκε στο JAMA Pediatrics.
Το 2015 το ποσοστό των νέων παγκοσμίως που είχε υπέρταση έφτασε στο 6%, ενώ στη δεκαετία του 2000 το ποσοστό αυτό ήταν 3%. Αντίστοιχα, οι επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης που πραγματοποίησαν τη μελέτη, βρήκαν ότι η επικράτηση της κατάστασης αυτής μεταξύ παιδιών και εφήβων ήταν μόλις 1% στη δεκαετία του 1990.
Τα ευρήματα, με βάση δεδομένα από 47 μελέτες, έδειξαν ότι τα ποσοστά υψηλής αρτηριακής πίεσης εκτοξεύθηκαν στα παιδιά ακόμα και έξι ετών, με το φαινόμενο να παρουσιάζεται εν μέσω μιας παγκόσμιας επιδημίας παιδικής παχυσαρκίας, με αυξημένη περίμετρο μέσης και ανθυγιεινές συνήθειες διατροφής που προκαλούν εκατομμύρια προβλήματα υγείας.
Υπάρχει, μάλιστα, ισχυρή σύνδεση μεταξύ του υπερβολικού βάρους και της υπέρτασης, με τους παχύσαρκους άνδρες να έχουν περισσότερες από διπλάσιες πιθανότητες να αναπτύξουν υψηλή αρτηριακή πίεση και τις γυναίκες τριπλάσιες. Το πρόβλημα, όμως, πλέον είναι ότι όλο και περισσότερες έρευνες αποδεικνύουν ότι αυξάνεται ο αριθμός των ατόμων κάτω των 30 που διαγιγνώσκονται με υπέρταση.
«Οι ανθυγιεινές επιλογές στον τρόπο ζωής, όπως το υπερβολικό βάρος, η υπερβολική κατανάλωση αλατιού και λίγων φρούτων και λαχανικών και η ελλιπής άσκηση, δεν χρειάζονται πλέον 30 ή 40 χρόνια για να εκδηλωθούν, αλλά παρουσιάζονται ως ασθένειες όπως η υπέρταση στην παιδική ηλικία», αναφέρει η Katharine Jenner, Διευθύντρια του Οργανισμού Αρτηριακής Πίεσης του Ηνωμένου Βασιλείου.
Η μετα-ανάλυση της ερευνητικής ομάδας με επικεφαλής τον Δρ. Yajie Zhu, λοιπόν, συγκέντρωσε δεδομένα από 47 μελέτες που είχαν δημοσιευθεί από το 1994 έως και το 2018, αποσκοπώντας να πραγματοποιήσει μια εκτίμηση της παγκόσμιας επικράτηση της υψηλής αρτηριακής πίεσης σε παιδιά και εφήβους.
Όπως φάνηκε, μεταξύ 1990 και 1999, περίπου 1% των παιδιών νοσούσε, ενώ τις επόμενες δύο δεκαετίες παρατηρήθηκε μεγάλη αύξηση, με 3,3% μεταξύ 2000-2009 και 6% μεταξύ 2010-2014.
Συνδυάζοντας δεδομένα από τις δύο προηγούμενες δεκαετίες, οι ερευνητές εκτιμούν ότι το 14% των παιδιών είχε αρτηριακή πίεση πάνω από το φυσιολογικό και περίπου το 10% των παιδιών είχε αυξημένη αρτηριακή πίεση, ελαφρώς πάνω από το φυσιολογικό και ήταν πιθανό να καταλήξουν σε υπέρταση αν δεν προχωρούσαν άμεσα στις απαραίτητες παρεμβάσεις.
Η μέση επικράτηση της παιδικής υπέρτασης, που ορίζεται στα 140/90mmHg και πάνω, κατά την περίοδο της μελέτης ήταν 4%, με την κατάσταση αυτή να είναι συχνότερη σε παχύσαρκα ή υπέρβαρα παιδιά, φτάνοντας στο 15,3% και 5% αντίστοιχα.
Συγκριτικά, η υψηλή αρτηριακή πίεση παρατηρήθηκε μόνο στο 1,9% των παιδιών φυσιολογικού βάρους, πράγμα το οποίο πιθανώς να οφείλεται και σε παθήσεις των νεφρών ή σε γενετικούς παράγοντες, καθώς η υψηλή αρτηριακή πίεση είναι πολλές φορές κληρονομική.
Οι νέοι στην περίοδο της εφηβείας είχαν, επίσης, περισσότερες πιθανότητες να εμφανίσουν υπέρταση, με την επικράτηση να φτάνει το ανώτερο στο 7,9% στην ηλικία των 14 ετών. Αυτό πιθανώς να οφείλεται στις ορμονικές αλλαγές και στην ανάπτυξη, όπως σημειώνουν οι συγγραφείς, καθώς το ποσοστό μειώνεται όσο το άτομο προχωρά προς την ενηλικίωση.
Οι ερευνητές παραδέχθηκαν ότι κάποια από τα δεδομένα προήλθαν από διαφορετικές συσκευές μέτρησης της υπέρτασης, πράγμα που θα μπορούσε να συντελέσει σε μια μη αξιόπιστη εκτίμηση, συμπέραναν, όμως, ότι η παιδική υπέρταση είναι ήδη μια «μεγάλη πρόκληση για τη δημόσια υγεία» και κάλεσαν για δράσεις σε παγκόσμια κλίμακα για την πρόληψη της επιδείνωσής της.