Οι άνθρωποι που πίνουν περισσότερα αναψυκτικά και σακχαρούχα ροφήματα έχουν μεγαλύτερο κίνδυνο εκδήλωσης σακχαρώδους διαβήτη τύπου 2. Σε αυτό το συμπέρασμα κατέληξε νέα έρευνα από τη Σχολή Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ που δημοσιεύθηκε στο Diabetes Care.
Στη μελέτη παρατηρείται επίσης πως και η κατανάλωση ροφημάτων με προσθήκη τεχνητών γλυκαντικών δεν φαίνεται να μειώνει τον κίνδυνο εκδήλωσης του σακχαρώδους διαβήτη τύπου 2. Ωστόσο η νόσος μειώθηκε όταν η ημερήσια πρόσληψη του σακχαρούχου ροφήματος είχε αντικατασταθεί με νερό, καφέ ή τσάι. Πρόκειται για την πρώτη μελέτη που εξετάζει αν οι μακροχρόνιες αλλαγές στην κατανάλωση ροφημάτων με προσθήκη ζάχαρης και ροφημάτων με προσθήκη τεχνητών γλυκαντικών σχετίζονται με τον σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2.
«Αυτή η μελέτη παρέχει περαιτέρω στοιχεία παρουσιάζοντας τα οφέλη στην υγεία που προκύπτουν από τη μείωση πρόσληψης ροφημάτων με προσθήκη ζάχαρης και την αντικατάστασή τους από ροφήματα τα οποία είναι πιο υγιεινές εναλλακτικές, όπως το νερό, ο καφές ή το τσάι», δήλωσε ο πρώτος συγγραφέας της μελέτης Jean-Philippe Drouin Chartier.
Στα πλαίσια της μελέτης εξετάστηκαν δεδομένα 22-26 ετών για περισσότερους από 192.000 άνδρες και γυναίκες που συμμετείχαν σε τρεις μακροχρόνιες μελέτες. Οι ερευνητές υπολόγισαν τις αλλαγές στην πρόσληψη σακχαρούχων ροφημάτων από τους συμμετέχοντες από τις απαντήσεις που έδιναν στα ερωτηματολόγια για τις διατροφικές τους συνήθειες τα οποία συμπλήρωναν κάθε τέσσερα χρόνια.
Αφού προσάρμοσαν μεταβλητές όπως ο Δείκτης Μάζας Σώματος, άλλες διατροφικές αλλαγές και καθημερινές συνήθειες, οι ερευνητές βρήκαν ότι η αύξηση της συνολικής πρόσληψης σακχαρούχων ροφημάτων -συμπεριλαμβανομένων φρουτοχυμών- κατά περίπου 120ml ημερησίως για μία περίοδο τεσσάρων ετών σχετιζόταν με αύξηση κατά 16% του κινδύνου σακχαρώδους διαβήτη εντός των επόμενων τεσσάρων ετών. Η αύξηση πρόσληψης ροφημάτων με τεχνητές γλυκαντικές ουσίες κατά περισσότερα από 120ml ημερησίως, για περισσότερα από τέσσερα χρόνια, είχε σχετιστεί με 18% υψηλότερο κίνδυνο εκδήλωσης της νόσου, αλλά οι συγγραφείς αναφέρουν ότι τα ευρήματα σχετικά με τα ροφήματα με τεχνητές γλυκαντικές ουσίες θα πρέπει να ερμηνευθούν με προσοχή λόγω της πιθανότητας αντίστροφης αιτιότητας (δηλαδή τα άτομα που είχαν ήδη υψηλό κίνδυνο για σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 είναι πιο πιθανό να σταματήσουν τη λήψη σακχαρούχων ροφημάτων επιλέγοντας τα αναψυκτικά τύπου διαίτης).
Η μελέτη βρήκε επίσης ότι αν η μία καθημερινή μερίδα σακχαρούχου ροφήματος αντικατασταθεί από νερό, τσάι ή καφέ, αλλά όχι με ένα ρόφημα με τεχνητές γλυκαντικές ουσίες θα μπορούσε να σχετιστεί με μείωση του κινδύνου σακχαρώδους διαβήτη από 2-10%.
«Τα αποτελέσματα της μελέτης συμβαδίζουν με τις πρόσφατες οδηγίες για αντικατάσταση των σακχαρούχων ροφημάτων με μη θερμιδικά ροφήματα που δεν περιέχουν τεχνητές γλυκαντικές ουσίες. Παρότι οι φρουτοχυμοί περιέχουν ορισμένες θρεπτικές ουσίες, η κατανάλωσή τους θα πρέπει να μετριαστεί», εξήγησε ο Δρ. Frank Hu, πρώτος συγγραφέας της μελέτης.