Τα σημερινά ποσοστά παχυσαρκίας στους ενηλίκους ενδεχομένως να είναι αποτέλεσμα των διατροφικών αλλαγών που συνέβησαν πολλές δεκαετίες πριν, σύμφωνα με μία νέα μελέτη που δημοσιεύθηκε στο Economics and Human Biology.
«Τη στιγμή που οι περισσότερες μελέτες δημόσιας υγείας επικεντρώνονται στις τρέχουσες διατροφικές συμπεριφορές, εμείς κάναμε μια καινοτόμο προσέγγιση εξετάζοντας το πώς η διατροφή που ακολουθούσε κάποιος στην παιδική του ηλικία επηρεάζει τα επίπεδα παχυσαρκίας στην ενήλικη ζωή του», αναφέρει ο Alex Bentley, επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης και διευθυντής του Τμήματος Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου του Tennessee όπου και πραγματοποιήθηκε αυτή. Με άλλα λόγια οι ερευνητές εξέτασαν με ποιο τρόπο οι σημερινοί 40ρηδες έπαιξαν ρόλο στην επιδημία παχυσαρκίας.
Η κατανάλωση υπερβολικής ζάχαρης και ειδικότερα ροφημάτων με προσθήκη ζάχαρης είναι γνωστό ότι συμβάλλει τόσο στην παιδική όσο και στην ενήλικη παχυσαρκία, με την πλειοψηφία των μελετών υγείας του πληθυσμού να έχουν αναγνωρίσει τη ζάχαρη ως βασικότατο παράγοντα για την επιδημία της παχυσαρκίας. Ένα πρόβλημα που προκύπτει βάσει αυτής της θεωρίας, ωστόσο, είναι ότι η κατανάλωση ζάχαρης άρχισε να μειώνεται στο τέλος της δεκαετίας του ’90, ενώ αντίθετα τα ποσοστά παχυσαρκίας συνέχισαν να αυξάνονται μέχρι και τη δεκαετία που διανύουμε.
Όπως γίνεται αντιληπτό, αν μια διατροφή με υψηλή περιεκτικότητα σε ζάχαρη κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας έχει τόσο μακρόχρονη επίδραση, τότε οι αλλαγές που παρατηρούνται τώρα στα ποσοστά παχυσαρκίας ανάμεσα στους ενηλίκους ενδεχομένως να ξεκίνησαν από τη διατροφή που ακολουθούταν πολλές δεκαετίες πριν, όταν αυτοί οι ενήλικες ήταν ακόμη παιδιά.
Μέχρι σήμερα, καμία μελέτη δεν είχε διερευνήσει ενδελεχώς τη χρονική καθυστέρηση μεταξύ της αυξημένης κατανάλωσης ζάχαρης και της ανόδου των ποσοστών παχυσαρκίας. Για να καλύψουν αυτό το κενό, λοιπόν, οι συγγραφείς της παρούσας μελέτης μοντελοποίησαν την αύξηση της παχυσαρκίας στον ενήλικο πληθυσμό της Αμερικής από τη δεκαετία του ’90 ως αποτέλεσμα της αυξημένης κατανάλωσης ζάχαρης που καταγράφηκε στα παιδιά του 1970 και 1980.
Οι ερευνητές εξέτασαν το μοντέλο τους χρησιμοποιώντας τα εθνικά στοιχεία για την παχυσαρκία που συνελέγησαν μεταξύ 1990 και 2004 και τα συνέκριναν με την ετήσια κατανάλωση ζάχαρης από το 1970, χρησιμοποιώντας το μέσο κατά κεφαλήν ποσοστό που δίνει το Υπουργείο Γεωργίας των ΗΠΑ. Το μοντέλο καταγράφει επίσης σε μεγάλο βαθμό τον τρόπο με τον οποίο τα ποσοστά παχυσαρκίας διαφέρουν ανάλογα με την ηλικιακή ομάδα μεταξύ παιδιών και εφήβων.
«Τα αποτελέσματά μας υποδεικνύουν ότι οι διατροφικές συνήθειες που είχαν τα παιδιά 30 και 40 χρόνια πριν μπορούν να εξηγήσουν την κρίση παχυσαρκίας στους σημερινούς ενήλικες που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια», αναφέρει ο Damian Ruck, εκ των συγγραφέων της μελέτης.
Θα πρέπει, τέλος, να σημειώσουμε ότι μια μεγάλη αναλογία της αύξησης της ζάχαρης πριν το 2000 προέρχεται από το σιρόπι καλαμποκιού υψηλής φρουκτόζης (High Fructose Corn Syrup HFCS), το οποίο μετά το 1970 έγινε το βασικό γλυκαντικό ροφημάτων και σύνηθες συστατικό των επεξεργασμένων τροφίμων. Μάλιστα, στην περίοδο της μεγαλύτερης κατανάλωσης ζάχαρης, το 1999, κάθε άτομο στις ΗΠΑ κατανάλωνε κατά μέσο όρο περίπου 27 κιλά HFCS το χρόνο και περισσότερες από 400 θερμίδες την ημέρα σε επιπλέον σάκχαρα.