Στους ασθενείς με υψηλή αρτηριακή πίεση που παρουσιάζουν ανθεκτική υπέρταση και πάσχουν από υπνική άπνοια, φαίνεται πως όσο εντονότερη είναι η υπνική άπνοια τόσο υψηλότερη είναι και η αρτηριακή τους πίεση, σύμφωνα με μια νέα έρευνα που δημοσιεύθηκε στο Annals of the American Thoracic Society.
Η Esther Sapiña-Beltrán και οι συνεργάτες της πραγματοποίησαν τη μελέτη σε 284 ασθενείς ηλικίας 18 έως 75 ετών, οι οποίοι ακολουθούσαν θεραπεία για την ανθεκτική υπέρταση.
«Πιστεύουμε ότι η υπνική άπνοια παίζει σημαντικό ρόλο τόσο στην παθογένεια όσο και στην πρόγνωση των ασθενών με ανθεκτική υπέρταση. Η μελέτη μας δείχνει ότι υπάρχει σχέση δοσολογίας-απόκρισης μεταξύ της έντασης της υπνικής άπνοιας και της αρτηριακής πίεσης, ειδικά κατά τη διάρκεια του ύπνου», αναφέρει η πρώτη συγγραφέας της μελέτης και πνευμονολόγος στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Arnau de Vilanova της Ισπανίας, Mireia Dalmases Cleries.
Σημειώνεται ότι, από τους ασθενείς που είχαν υψηλή αρτηριακή πίεση, αυτοί που παρουσιάζουν αντίσταση στη θεραπεία βρίσκονται σε μεγαλύτερο κίνδυνο για καρδιακή προσβολή ή άλλο καρδιαγγειακό συμβάν.
Η μελέτη, λοιπόν, βρήκε ότι:
- Το 83,5% των ασθενών με ανθεκτική υπέρταση είχαν υπνική άπνοια, εκ των οποίων το 31,7% είχε ήπια υπνική άπνοια, το 25,7% μέτρια και το 31,5% έντονη υπνική άπνοια.
- Η υπνική άπνοια ήταν ελαφρώς πιθανότερο να παρουσιαστεί στους άνδρες παρά στις γυναίκες, σε ποσοστό 86,3% έναντι 76% αντίστοιχα, ωστόσο, οι άνδρες είχαν διπλάσιες πιθανότητες να έχουν έντονη υπνική άπνοια.
- Καθώς η υπνική άπνοια αυξανόταν, το ίδιο συνέβαινε και με την περιπατητική μέτρηση της αρτηριακής πίεσης, ειδικά τη νύχτα. Η μέση τιμή της ήταν 5,72 mmHg υψηλότερη στους πάσχοντες από έντονη υπνική άπνοια σε σχέση με τους υγιείς ανθρώπους.
Σύμφωνα με τους συγγραφείς, η υψηλή αρτηριακή πίεση κατά τη διάρκεια της νύχτας αποτελεί ισχυρότερο προγνωστικό παράγοντα καρδιαγγειακού κινδύνου, σε σχέση με εκείνους που η αρτηριακή τους πίεση είναι υψηλή μέσα στην ημέρα.
Τονίζεται, πάντως, ότι καθώς η μελέτη δεν ήταν τυχαιοποιημένη, η ελεγχόμενη δοκιμή δεν αναδεικνύει κάποια σχέση αιτίου-αποτελέσματος, με τους συγγραφείς να σημειώνουν, επίσης, ότι επειδή στη μελέτη περιλαμβάνονταν αποκλειστικά ασθενείς με αντίσταση στην αντιυπερτασική θεραπεία, τα ευρήματα δεν μπορούν να γενικευθούν και σε άλλους ασθενείς με υψηλή αρτηριακή πίεση.
Η Δρ. Cleries αναφέρει, τέλος, ότι τα ευρήματα αυτά προήλθαν από μια επικουρική μελέτη του έργου SARAH, το οποίο αξιολογεί τις επιπτώσεις της υπνικής άπνοιας και της θεραπείας συνεχούς θετικής πίεσης αεραγωγών-CPAP, τη βασική θεραπεία για την υπνική άπνοια, στα καρδιαγγειακά αποτελέσματα για μια περίοδο πενταετούς παρακολούθησης στη μεγαλύτερη ομάδα συμμετεχόντων με αντίσταση στην υπέρταση και την αξιολόγηση του ύπνου.
Μάλιστα, ακόμα και πριν γίνουν γνωστά τα αποτελέσματα του SARAH, η Δρ. Cleries είπε πως «δεδομένης της αυξημένης παρουσίας υπνικής άπνοιας σε άτομα με ανθεκτική υπέρταση και των ευρημάτων προηγούμενων μελετών που δείχνουν ότι η θεραπεία της υπνικής άπνοιας με CPAP μπορεί να μειώσει την αρτηριακή πίεση, οι ειδικοί θα πρέπει να πραγματοποιήσουν μια μελέτη ύπνου σε ασθενείς με ανθεκτική υπέρταση».