Η μελέτη που δημοσιεύθηκε στο Nature Genetics παρέχει αποδείξεις για την ύπαρξη κοινών γενετικών επιρροών στην ανοχή στον κίνδυνο καθώς και σε συγκεκριμένες επικίνδυνες συμπεριφορές. Πρόκειται για μια από τις μεγαλύτερες μελέτες γενετικής μέχρι σήμερα και βασίζεται σε γενετικές πληροφορίες περισσότερων από ένα εκατομμύριο ατόμων με ευρωπαϊκές καταβολές – πολύ μεγαλύτερη από οποιαδήποτε προηγούμενη μελέτη για τη γενετική της ανοχής στον κίνδυνο.
Οι επιστήμονες βέβαια τονίζουν ότι καμία γενετική παραλλαγή δεν μπορεί από μόνη της να επηρεάσει ουσιαστικά την ανοχή ενός ανθρώπου στον κίνδυνο ή την τάση του να παίρνει ριψοκίνδυνες αποφάσεις και οι μη γενετικοί παράγοντες έχουν μεγαλύτερη σημασία από ό,τι οι γενετικοί στον τομέα αυτό. Εντούτοις, όταν συνδυάζονται, οι γενετικές παραλλαγές που εντοπίστηκαν στην μελέτη ρίχνουν φως σε ορισμένους από τους βιολογικούς μηχανισμούς που επηρεάζουν την επιθυμία ενός ανθρώπου να παίρνει ρίσκα.
«Οι γενετικές παραλλαγές που συνδέονται με την ανοχή στον κίνδυνο (την τάση των ατόμων να παίρνουν ρίσκα) – τείνουν επίσης να συνδεθούν με την αυξημένη ταχύτητα, την κατανάλωση αλκοόλ, το κάπνισμα, τη χρήση κάνναβης, όπως επίσης με πιο ριψοκίνδυνες επενδύσεις και ιδιαίτερη σεξουαλική συμπεριφορά», σημειώνει ο Jonathan Beauchamp, συγγραφέας της μελέτης και επίκουρος καθηγητής οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Τορόντο και συμπληρώνει: «Επιπλέον, βρήκαμε κοινές γενετικές επιρροές στη γενικότερη ανοχή στον κίνδυνο και σε πολλά χαρακτηριστικά και νευροψυχιατρικά γνωρίσματα, όπως η ΔΕΠΥ, η διπολική διαταραχή και η σχιζοφρένεια».
Η μεμονωμένη επίδραση κάθε μιας από τις 124 γενετικές παραλλαγές είναι πολύ μικρή, αλλά ο συνδυασμός τους μπορεί να αποδειχθεί σημαντικός.
Οι συγγραφείς δημιούργησαν ένα «πολυγονιδιακό σκορ» που προκύπτει από τα συνδυαστικά αποτελέσματα ενός εκατομμυρίου γενετικών παραλλαγών και στατιστικά αντιπροσωπεύει περίπου το 1,6% της διακύμανσης της γενικής ανοχής στον κίνδυνο.
«Προσδοκώ ότι θα είναι χρήσιμο στις μελέτες κοινωνικών επιστημών», δηλώνει ο κ. Beauchamp και συνεχίζει: «Για παράδειγμα, η βαθμολογία μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να μελετηθεί ο τρόπος με τον οποίο οι γενετικοί παράγοντες αλληλεπιδρούν με τους περιβαλλοντικούς για να επηρεάσουν την ανοχή στον κίνδυνο και τις επικίνδυνες συμπεριφορές». Οι συγγραφείς προσθέτουν, ωστόσο, ότι η βαθμολογία δεν μπορεί με εγκυρότητα να προβλέψει την ανοχή στον κίνδυνο ή τη συμπεριφορά ανάληψης κινδύνου ενός συγκεκριμένου ατόμου.
Οι 124 γενετικές παραλλαγές βρίσκονται σε 99 ξεχωριστές περιοχές του γονιδιώματος. Η μελέτη δεν βρήκε στοιχεία που να υποστηρίζουν παλαιότερες συσχετίσεις της ανοχής στον κίνδυνο με ορισμένα γονίδια (όπως αυτά που ρυθμίζουν τη ντοπαμίνη και τη σεροτονίνη που εμπλέκονται στο κύκλωμα της ανταμοιβής και στη ρύθμιση της διάθεσης αντίστοιχα). Αντ’αυτού, τα αποτελέσματα των συγγραφέων υποδηλώνουν ότι οι νευροχημικές ουσίες γλουταμίνη και γ- αμινοβουτυρικό οξύ (GABA) συμβάλλουν στη διακύμανση της ανοχής στον κίνδυνο μεταξύ των ατόμων. Και οι δύο αποτελούν σημαντικούς ρυθμιστές της εγκεφαλικής δραστηριότητας στον άνθρωπο και τα ζώα: η γλουταμίνη είναι ο μεγαλύτερος σε αφθονία νευροδιαβιβαστής στο σώμα και ενισχύει την επικοινωνία μεταξύ των νευρώνων, ενώ το GABA την αναστέλλει.
«Τα αποτελέσματά μας δείχνουν το ρόλο συγκεκριμένων περιοχών του εγκεφάλου – κυρίως του προμετωπιαίου φλοιού, των βασικών γαγγλίων και του μεσεγκεφάλου – οι οποίες έχουν συνδεθεί σε προηγούμενες μελέτες με την λήψη αποφάσεων και συμφωνούν με την άποψη ότι χιλιάδες, αν όχι εκατομμύρια, γενετικοί παράγοντες επηρεάζουν τις διακυμάνσεις της ριψοκίνδυνης συμπεριφοράς» σημειώνει ο κ. Beauchamp.