Για μεγάλο διάστημα οι επιστήμονες μιλούν για τα οφέλη του θηλασμού στα βρέφη, αναγνωρίζοντας πως συμβάλλει στο χτίσιμο ενός ισχυρότερου ανοσοποιητικού συστήματος, στον μειωμένο κίνδυνο εμφάνισης άσθματος, στην παχυσαρκία και στον διαβήτη τύπου 2.
Τελικά, όμως, μάλλον δεν είναι μόνο τα βρέφη που ωφελούνται από τον θηλασμό, με τις νέες μελέτες να προσφέρουν στοιχεία για τη συνεισφορά του θηλασμού και στην υγεία των νέων μαμάδων.
Σύμφωνα με παλαιότερες έρευνες, ο θηλασμός έχει συνδεθεί με μειωμένο κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του μαστού και καρκίνου των ωοθηκών στις γυναίκες. Μάλιστα, όσο περισσότερος είναι ο καιρός που θηλάζουν οι γυναίκες, τόσο χαμηλότερος ο κίνδυνος, είτε πρόκειται για θηλασμό μετά από μία κύηση, είτε μετά από πολλές.
Νέες μελέτες καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι ο θηλασμός βοηθά και την καρδιά της μητέρας, καθώς έχει συσχετιστεί με το χαμηλότερο κίνδυνο ανάπτυξης σακχαρώδους διαβήτη, υψηλής χοληστερόλης, υψηλής αρτηριακής πίεσης και καρδιαγγειακών παθήσεων.
Ωστόσο, οι μηχανισμοί μέσω των οποίων συμβαίνει αυτό είναι ακόμα υπό συζήτηση. Μία υπόθεση σχετίζεται με την απελευθέρωση της ωκυτοκίνης, της ορμόνης που χαλαρώνει τα αιμοφόρα αγγεία, όπως αναφέρει η Δρ. Nieca Goldberg, διευθύντρια του Κέντρου Υγείας Γυναικών Joan H. Tisch του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης.
«Μπορεί, επίσης, να οφείλεται στο γεγονός ότι πολλές μητέρες που θηλάζουν ακολουθούν έναν υγιεινό τρόπο ζωής γενικότερα», συμπληρώνει η Goldberg ως δεύτερη εκδοχή.
Τέλος, μία μελέτη του 2017 που δημοσιεύθηκε στο Journal of the American Heart Association έδειξε ότι ο θηλασμός μπορεί να συμβάλλει στη μείωση του κινδύνου καρδιακής προσβολής και εγκεφαλικού επεισοδίου για πολύ καιρό μετά τον τοκετό. Η μελέτη δεν εξήγησε την αιτιολογία πίσω από αυτή τη σύνδεση, ωστόσο οι ερευνητές σημείωσαν ότι ο θηλασμός βοηθά τις γυναίκες να χάσουν το βάρος που απέκτησαν κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Αυτή η διαδικασία μπορεί να βοηθήσει στην «επαναφορά» του μεταβολισμού του σώματος μετά τον τοκετό.
Πάντως, καμία από τις έρευνες δεν αποδεικνύει ότι οι γυναίκες που δεν μπορούν ή επιλέγουν να μην θηλάσουν είναι πιο πιθανό να αναπτύξουν καρδιαγγειακά προβλήματα, δήλωσε η Goldberg.
Μια αναφορά του 2018 από το Centers for Disease Control and Prevention των ΗΠΑ έδειξε ότι τέσσερα στα πέντε βρέφη θηλάζουν μετά τη γέννησή τους, όμως μόνο τα μισά από αυτά συνεχίζουν τον θηλασμό μέχρι και τους έξι μήνες.
Στο πλαίσιο αυτό, η Αμερικανική Ακαδημία Παιδιατρικής συνιστά αποκλειστικά τη μέθοδο του θηλασμού για τη σίτιση του βρέφους κατά τους πρώτους έξι μήνες της ζωής του, θηλασμό παράλληλα με την σταδιακή εισαγωγή τροφών στη διατροφή του για το δεύτερο μισό του πρώτου χρόνου και από ‘κει και μετά για όσο διάστημα επιθυμεί η μητέρα και το μωρό.