Ελπίδες για την πρώτη αποτελεσματική θεραπεία έναντι της Μη Αλκοολικής Λιπώδους Νόσου του Ήπατος (NAFLD) δίνει πρόσφατη μελέτη, αντικείμενο της οποίας αποτέλεσαν συγκεκριμένα γονίδια και ένζυμα που εμπλέκονται στον μεταβολισμό των λιπιδίων στο ήπαρ.
«Η αύξηση της σωματικής δραστηριότητας και η μείωση των προσλαμβανόμενων θερμίδων μπορούν να βοηθήσουν στη διαχείριση της NAFLD, αλλά τέτοιες αλλαγές στον τρόπο ζωής είναι αποτελεσματικές μόνο στα αρχικά στάδια» σχολίασε ο επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης Mengyao Wu, από το Πανεπιστήμιο Guangzhou της Κίνας. «Δεν υπάρχει διαθέσιμο φάρμακο για την αναστροφή της υπερσυσσώρευσης λίπους στο ήπαρ όταν έχει εγκατασταθεί η NASH. Ως εκ τούτου, πρέπει επειγόντως να διαλευκάνουμε τους μηχανισμούς της νόσου ώστε να μπορέσουμε να θέσουμε στόχους για την ανάπτυξη διαγνωστικών δοκιμών και οικονομικά αποδοτικών θεραπειών».
Περίπου το 25% του παγκόσμιου πληθυσμού πάσχει από NAFLD, με πολλούς να μην το γνωρίζουν. Η νόσος είναι ασυμπτωματική και μπορεί να προετοιμάσει το έδαφος για παθήσεις όπως διαβήτης τύπου 2, καρδιοπάθειες και καρκίνο. Αν δεν ληφθούν μέτρα για την αντιμετώπισή της, εξελίσσεται σε Μη Αλκοολική Στεατοηπατίτιδα (NASH), την προχωρημένη μορφή της κατά την οποία το λίπος μετατρέπεται σε φλεγμονή (οίδημα στο ήπαρ) και ίνωση (τραυματισμό) του ήπατος, με συνέπεια σοβαρές διαταραχές στη λειτουργία του οργάνου και κίνδυνο για κίρρωση (15% – 20%) ή ακόμη και ηπατοκυτταρικό καρκίνο.
Σύμφωνα με τη μελέτη που δημοσιεύτηκε στο eLife, το γονίδιο Adgrf1 (adhesion G protein-coupled receptor F1 γνωστό και ως GPR110) από την πρωτεϊνική οικογένεια των συζευγμένων με πρωτεΐνη υποδοχέων GPCRs (G protein–coupled receptors) επιδρά στην έκφραση του Scd1 (Stearoyl-coA desaturase 1), ενός γονιδίου που επάγει την ηπατική λιπογένεση.
Με δεδομένο ότι και άλλοι GPCRs εμπλέκονται στην νόσο NAFLD, οι ερευνητές επικεντρώθηκαν στον ρόλο που ενδεχομένως διαδραματίζει το Adgrf1. Για να ελέγξουν την υπόθεση, έβαλαν τα ποντίκια σε πρόγραμμα διατροφής με υψηλή περιεκτικότητα σε λιπαρά. Τα αποτελέσματα έδειξαν σημαντική μείωση στα επίπεδα του Adgrf1 στο ήπαρ που, ωστόσο, όταν δεν υποχωρούσαν συνεπεία της λιπαρής διατροφής, τα ποντίκια εμφάνιζαν χαρακτηριστικά που προσιδίαζαν στον διαβήτη.
Μετά την εφαρμογή γονιδιακής θεραπείας για τον αποκλεισμό του Adgrf1 σε παχύσαρκα ποντίκια, διαπιστώθηκε μείωση στη συγκέντρωση λίπους στο ήπαρ καθώς και στους δείκτες που υποδηλώνουν ηπατική βλάβη. Τα ευρήματα αυτά, σημείωσαν οι ερευνητές, υποδηλώνουν ότι ο Adgrf1 επιδρά στη σύνθεση του λίπους.
Για να επιβεβαιώσουν ότι τα ευρήματα βρίσκουν εφαρμογή και στον άνθρωπο, η επιστημονική ομάδα ανέλυσε δεδομένα γονιδιακής έκφρασης από δείγματα βιοψιών ήπατος σε διάφορα στάδια της νόσου. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι τα παχύσαρκα άτομα χωρίς NAFLD είχαν χαμηλότερα επίπεδα Adgrf1 σε σχέση με την αντίστοιχη ομάδα φυσιολογικού βάρους. Ωστόσο, τόσο τα παχύσαρκα άτομα με NAFLD όσο και τα αδύνατα άτομα χωρίς τη νόσο είχαν παρόμοια επίπεδα Adgrf1. Αυτό το απροσδόκητο αποτέλεσμα φαίνεται να συνδέεται με τη φλεγμονή του ήπατος στους ασθενείς με NAFLD, η οποία αυξάνει τα επίπεδα του Adgrf1.
Η μείωση της έκφρασης του Adgrf1 μπορεί ενδεχομένως να χρησιμεύσει ως προστατευτικός μηχανισμός που «φρενάρει» τη υπερσυσσώρευση λίπους στο ήπαρ σε παχύσαρκα άτομα. Τα ευρήματα αποκαλύπτουν έναν νέο μηχανισμό που ρυθμίζει την εξέλιξη της NAFLD, προτείνουν όμως και μια νέα θεραπευτική προσέγγιση για την καταπολέμηση της NAFLD μέσω της στόχευσης του Adgrf1.
Διαβάστε επίσης:
Λιπώδες ήπαρ: Πειραματικό φάρμακο δίνει ελπίδα στους ασθενείς
Ήπαρ: Τα τρόφιμα που το «φορτώνουν» με λίπος
Λιπώδες ήπαρ: Τριπλασιάζει τον κίνδυνο καρδιακής ανεπάρκειας