Η πρώιμη παρέμβαση μπορεί να αποτελεί την μοναδική λύση για την προστασία των ανθρώπων από τη νόσο Αλτσχάιμερ, σύμφωνα με τον παγκοσμίου φήμης καθηγητή Bart De Strooper που εκφώνησε την κεντρική ομιλία στο 5ο ετήσιο συνέδριο της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Νευρολογίας στο Όσλο.
Μάλιστα, εξήγησε ότι αυτή του η θεωρία βασίζεται στην πολυετή έρευνα που έχει γίνει για τα αίτια των κληρονομικών μορφών της νόσου Αλτσχάιμερ και τα, δυστυχώς, απογοητευτικά μέχρι σήμερα αποτελέσματα των κλινικών δοκιμών.
Ο καθηγητής Bart De Strooper έχει συμβάλλει τα μέγιστα στην έρευνα για την κατανόηση των μηχανισμών πίσω από τη νόσο Αλτσχάιμερ, περιλαμβανομένων των γονιδιακών μεταλλάξεων στην πρεσενιλίνη, -τμήμα του συμπλέγματος της πρωτεΐνης γ-σεκρετάσης που «κόβει» άλλες πρωτεΐνες σε μικρότερα κομμάτια- συντελώντας στον σχηματισμό των πλακών από β-αμυλοειδές στους εγκεφάλους των πασχόντων.
Οι έρευνες του έχουν επίσης συμβάλλει στην περαιτέρω κατανόηση του πως η νόσος Αλτσχάιμερ μπορεί να ξεκινά, ενώ παράλληλα έχουν αναδείξει νέους μηχανισμούς-στόχους για τις φαρμακευτικές θεραπείες της νευροεκφυλιστικής πάθησης.
Ο Δρ. De Strooper, που είναι σήμερα διευθυντής του Ερευνητικού Ινστιτούτου Άνοιας στο Ηνωμένο Βασίλειο και επικεφαλής ομάδα στο Κέντρο Έρευνας για τον Εγκέφαλο και τη Νοσηρότητα στην Λουβέν, έχει τιμηθεί με το Βραβείο του Ιδρύματος Lundbeck το 2018.
«Πρέπει να κατανοήσουμε τί συμβαίνει στον εγκέφαλο και πως αυτός λειτουργεί ενώ συμβαίνουν οι αλλαγές. Η αντιμετώπιση της συσσώρευσης του β-αμυλοειδούς σε πολύ πρώιμο στάδιο μπορεί να μας προστατεύσει από τα συμπτώματα της νόσου Αλτσχάιμερ μετέπειτα και πρέπει να στοχεύσουμε σε αυτές τις διαδικασίες αν θέλουμε να αναπτύξουμε πραγματικά αποτελεσματικές θεραπείες», εξήγησε.
Η θεωρία για το β-αμυλοειδές βασίζεται στην υπόθεση ότι το εν λόγω πεπτίδιο σχηματίζει πλάκες στον εγκέφαλο και είναι κύρια αιτία της νόσου Αλτσχάιμερ καθώς προκαλεί νευροεκφυλιστικές διεργασίες. Αυτό με τη σειρά του οδηγεί σε απώλεια μνήμης και γνωστικών ικανοτήτων και έχει αποτελέσει τη βάση για την ανάπτυξη θεραπειών τα τελευταία 25 χρόνια.
«Επί δεκαετίες μελετάμε τη νόσο Αλτσχάιμερ στα τελικά στάδια της. Γνωρίζουμε πια ότι η νόσος εξελίσσεται στον εγκέφαλο αλλά ξεκινά δεκαετίες πριν την εκδήλωση των πρώτων συμπτωμάτων. Μελετώντας τις γνωστικές ανωμαλίες στους ασθενείς έχουμε μάθει πολλά, αλλά πάντα η έρευνα γίνεται σε προχωρημένα στάδια της νόσος ή ακόμα και μετά τον θάνατο των ασθενών. Είναι σα να μελετάς τον καρκίνο αλλά μόνο στο μεταστατικό στάδιο, χάνοντας εντελώς τη φάση που η νόσος ξεκινά και αρχίζει να εξαπλώνεται. Και δεν χρειάζεται να αναφέρω, ότι και στις δύο περιπτώσεις η πιθανότητα επιτυχίας και κάποιας αξιοσημείωτης αλλαγής στην θεραπεία, μπορεί να επιτευχθεί μόνο στα αρχικά στάδια της ασθένειας», υπογράμμισε ο καθηγητής.
Και υπενθύμισε ότι οι κλινικές μελέτες για νέα φάρμακα για τη νόσο Αλτσχάιμερ μέχρι σήμερα έχουν κυρίως γίνει σε ασθενείς με προχωρημένο στάδιο της πάθησης, άρα είναι δύσκολο να αλλάξει η πορεία της.
Σύμφωνα με τον ίδιο θα πρέπει να κατανοήσουμε τι συμβαίνει πριν σχηματιστούν οι πλάκες σε κυτταρικό επίπεδο. «Οι ερευνητές πρέπει να αλλάξουν το σημείο που εστιάζουν και να επικεντρωθούν στα πρώιμα στάδια της νόσου και να σκεφτούν περισσότερο το μοριακό περιβάλλον στο οποίο αναπτύσσεται», σημείωσε.
Κι ενώ παγκοσμίως τα κονδύλια για την χρηματοδότηση ερευνών για τη νόσο Αλτσχάιμερ, έχουν περιοριστεί σημαντικά, ο καθηγητής Bart De Strooper πιστεύει ότι υπάρχει ακόμα χώρος για αισιοδοξία. «Αν και η κατάσταση είναι πιο περίπλοκη απ’ όσο νομίζαμε κάποτε, αν συγκρίνουμε τα χρηματικά ποσά και τον αριθμό των δημοσιευμένων μελετών για τη νόσο με αυτά στον καρκίνο, δεν είναι αλήθεια ότι το ποσοστό επιτυχία είναι εξαιρετικά χαμηλό. Απλά πρέπει να συνεχίσουμε να επενδύουμε σε καινοτόμες προσεγγίσεις ώστε να παρέχουμε στους ασθενείς το βέλτιστο θεραπευτικό αποτέλεσμα», κατέληξε.