Είμαστε εξίσου καλά προστατευμένοι κατά της Covid-19 όταν έχουμε μολυνθεί προηγουμένως από τον ιό και όταν έχουμε εμβολιαστεί, συμπεραίνει σήμερα μία από τις μεγαλύτερες έρευνες για το ζήτημα αυτό που είναι κρίσιμης σημασίας για τη διαχείριση της επιδημίας.
«Ακόμη κι αν μια μόλυνση προσφέρει προστασία που μειώνεται με το πέρασμα του χρόνου, το επίπεδο αυτής της προστασίας (…) μοιάζει να είναι εξίσου διαρκές, ακόμη και περισσότερο απ’ αυτό που προσφέρει ο εμβολιασμός», καταλήγει η εργασία αυτή που δημοσιεύεται στην επιθεώρηση The Lancet. Η σύγκριση αυτή βασίζεται στα εμβόλια RNA των Pfizer/BioNTech και Moderna, που είναι από τα πιο αποτελεσματικά κατά της Covid-19 και αποτελούν την αιχμή των εκστρατειών εμβολιασμού πολυάριθμων δυτικών χωρών.
Το θέμα δεν είναι καινούριο και πολλές μελέτες έχουν ήδη επιχειρήσει να συγκρίνουν τους κινδύνους να κολλήσει κάποιος και πάλι Covid-19, ανάλογα με το αν έχει εμβολιαστεί ή αν έχει ήδη μολυνθεί. Όμως η εργασία που δημοσιεύεται από τη Lancet έχει έκταση άνευ προηγουμένου: συγκεντρώνει περίπου 60 προϋπάρχουσες μελέτες, πηγαίνοντας χρόνια πίσω και λαμβάνοντας κυρίως υπόψη την εμφάνιση στα τέλη του 2021 της παραλλαγής Omicron.
Το αποτέλεσμα αυτό δεν σημαίνει πως δεν έχει σημασία αν θα εμβολιαστεί κάποιος ή θα μολυνθεί για να αποκτήσει μια πρώτη ανοσία: είναι πράγματι πολύ πιο επικίνδυνο να αρρωστήσει, ιδιαίτερα για τους πιο ηλικιωμένους.
Σε κάθε περίπτωση η μελέτη αυτή δίνει μια ακριβέστερη εικόνα για το τι μπορεί κάποιος να περιμένει στους κόλπους του πληθυσμού από την ανάπτυξη μιας «υβριδικής» ανοσίας, στο βαθμό που όλο και περισσότεροι άνθρωποι θα έχουν τόσο εμβολιαστεί όσο και αρρωστήσει τουλάχιστον μία φορά.
«Μακροπρόθεσμα οι περισσότερες μολύνσεις θα πλήξουν πρόσωπα καλά προστατευμένα από τις σοβαρότερες μορφές της νόσου έπειτα από προηγούμενη μόλυνση, εμβολιασμό ή και τα δύο», υπογράμμισαν ερευνητές που δεν συμμετείχαν στην έρευνα σε σχόλιό τους που δημοσιεύεται επίσης από τη Lancet.
Τα αποτελέσματα αυτά μας επιτρέπουν συνεπώς να ελπίζουμε πως τα μελλοντικά κύματα της Covid-19 θα μεταφρασθούν σε χαμηλά επίπεδα νοσηλειών, καταλήγουν.