Ερευνητές από το Πανεπιστήμιο Lund ανέπτυξαν μια νέα μέθοδο για τη δημιουργία ενός βιοδείκτη στο αίμα που θα μπορεί να ανιχνεύσει αν ένα άτομο πάσχει από τη νόσο Αλτσχάιμερ. Αν η μέθοδος αυτή εγκριθεί για κλινική χρήση, οι ερευνητές πιστεύουν ότι θα φτάσει να χρησιμοποιείται ως διαγνωστικό εργαλείο στην πρωτοβάθμια περίθαλψη.
Προς το παρόν, πάντως, η βασικότερη υποστήριξη που παρέχεται διαγνωστικά όσον αφορά στη νόσο Αλτσχάιμερ είναι ο εντοπισμός της μη φυσιολογικής συγκέντρωσης β-αμυλοειδούς στον εγκέφαλο, πράγμα το οποίο μπορεί να ανιχνευθεί είτε με ένα δείγμα νωτιαίου μυελού είτε μέσω απεικόνισης του εγκεφάλου με εξέταση PET. Πρόκειται, όμως, για δύο εξίσου ακριβές μεθόδους που είναι διαθέσιμες μόνο στην εξειδικευμένη ιατρική περίθαλψη.
Στη μελέτη αυτή, λοιπόν, που δημοσιεύθηκε στο JAMA Neurology, οι επιστήμονες διερεύνησαν αν ένα απλό τεστ αίματος θα μπορούσε να εντοπίσει συγκεκριμένους βιοδείκτες στο αίμα των ατόμων στους οποίους το β-αμυλοειδές έχει αρχίσει να συσσωρεύεται στον εγκέφαλο. Χρησιμοποιώντας ένα δείγμα και μια μέθοδο ακριβείας, που θεωρείται κατάλληλη για κλινική διάγνωση και έλεγχο ακόμα και στην πρωτοβάθμια περίθαλψη, οι ερευνητές κατάφεραν να εντοπίσουν το β-αμυλοειδές στο αίμα με μεγάλο, μάλιστα, ποσοστό ακριβείας.
Τα αποτελέσματα βασίστηκαν στην ανάλυση δειγμάτων αίματος από 842 ανθρώπους στη Σουηδία και 238 ανθρώπους στη Γερμανία, κάποιοι εκ των οποίων ήταν πάσχοντες από τη νόσο Αλτσχάιμερ με άνοια, άλλοι ήταν υγιή άτομα μεγαλύτερης ηλικίας και άλλοι άνθρωποι με μέτρια γνωστική βλάβη.
«Εργαστήκαμε για πολύ καιρό μέχρι να καταφέρουμε να προσεγγίσουμε το επίπεδο ακρίβειας που χρειάζεται για την ενσωμάτωση της εξέτασης αυτής στην καθημερινή κλινική φροντίδα», σημειώνει ο Oskar Hansson, καθηγητής νευρολογίας στο Πανεπιστήμιο Lund.
Οι ερευνητές πιστεύουν ότι αυτή η νέα ανάλυση αίματος θα μπορούσε να αποτελέσει μια σημαντική προσθήκη είτε για τον έλεγχο των ατόμων με στόχο την ένταξή τους στις κλινικές δοκιμές φαρμάκων κατά της νόσου Αλτσχάιμερ, είτε για τη βελτίωση της διαγνωστικής διαδικασίας στην πρωτοβάθμια περίθαλψη, έτσι ώστε περισσότεροι άνθρωποι να μπορούν να λάβουν πιο άμεσα τη διαθέσιμη θεραπεία για τη νόσο.
«Το επόμενο βήμα μας είναι να επιβεβαιώσουμε ότι αυτή η απλή μέθοδος αποκάλυψης του β-αμυλοειδούς μέσω της εξέτασης αίματος μπορεί να εφαρμοστεί σε μεγαλύτερο πληθυσμό, όπου η παρουσία των στοιχείων της νόσου Αλτσχάιμερ θα είναι μικρότερη. Πρέπει, επίσης, να εξετάσουμε τη μέθοδο και σε κλινικές συνθήκες, ευελπιστώντας ότι τα ευρήματά μας θα επαληθευθούν και εκεί», αναφέρει σε σχόλιό του ο Sebastian Palmqvist, αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Lund, φυσίατρος στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο και βασικός συγγραφέας της μελέτης.