Μια μελέτη σε ιστορικά χιλιάδων ασθενών αποκάλυψε ότι όσοι είχαν λάβει συνταγογράφηση στατινών για μείωση της χοληστερόλης είχαν τουλάχιστον διπλάσιο κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη τύπου 2.
Η λεπτομερής ανάλυση των ιστορικών υγείας και άλλων δεδομένων των ασθενών παρείχε μια ενδεικτική εικόνα σχετικά με το πώς οι προσπάθειες περιορισμού των καρδιαγγειακών παθήσεων ίσως να συμβάλλουν σε ένα άλλο σημαντικό ιατρικό ζήτημα, όπως αποτυπώνεται στην έρευνα που δημοσιεύθηκε στο Diabetes Metabolism Research and Reviews.
Οι στατίνες αποτελούν μια κατηγορία φαρμάκων που μειώνουν τη χοληστερόλη και την αρτηριακή πίεση, περιορίζοντας έτσι τον κίνδυνο καρδιακής προσβολής και εγκεφαλικού επεισοδίου. Περισσότεροι από το το 1/4 των μεσηλίκων χρησιμοποιούν κάποιο φάρμακο για τη μείωση της χοληστερόλης, με τους ερευνητές να παρατηρούν ότι όσοι χρησιμοποιούσαν στατίνες είχαν διπλάσιο κίνδυνο να διαγνωστούν με διαβήτη σε σύγκριση με εκείνους που δεν λάμβαναν τέτοιου είδους φάρμακα. Για όσους, μάλιστα, λάμβαναν φαρμακευτική αγωγή μείωσης της χοληστερόλης για περισσότερα από δύο χρόνια ο κίνδυνος τριπλασιαζόταν.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν επίσης ότι οι χρήστες στατινών είχαν 6,5% περισσότερες πιθανότητες να έχουν υψηλές τιμές γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης (HbA1c) – μια εξέταση αίματος για τον διαβήτη που αξιολογεί τα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα σε διάστημα πολλών μηνών.
Η μελέτη με επικεφαλής τη Δρ. Victoria Zigmont από το Πανεπιστήμιο του Οχάιο, περιελάμβανε 4.683 άνδρες και γυναίκες που δεν έπασχαν από διαβήτη, ήταν υποψήφιοι για λήψη στατινών βάσει καρδιαγγειακού κινδύνου και δεν είχαν λάβει φάρμακα μέχρι και την έναρξή της. Σχεδόν το 16% της ομάδας, δηλαδή 755 ασθενείς, έλαβαν τελικά συνταγογράφηση για στατίνες κατά την περίοδο της μελέτης, η οποία διεξήχθη από το 2011 μέχρι το 2014. Ο μέσος όρος ηλικίας των συμμετεχόντων ήταν τα 46 έτη.
Ο Randall Harris, ένας εκ των συγγραφέων της μελέτης και καθηγητής ιατρικής και δημόσιας υγείας στο Πανεπιστήμιο του Οχάιο, σημείωσε ότι τα αποτελέσματα αυτά υποδεικνύουν πως τα άτομα που παίρνουν στατίνες θα πρέπει να παρακολουθούνται στενά για τον εντοπισμό αλλαγών στο μεταβολισμό της γλυκόζης και επίσης να λαμβάνουν ειδική καθοδήγηση για τη διατροφή και την άσκησή τους για προληπτικούς λόγους.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να σημειωθεί ότι η μελέτη πραγματοποιήθηκε αναδρομικά, με τους ερευνητές να εξετάζουν ήδη υπάρχοντα ιστορικά από μια ομάδα ασθενών για να προσδιορίσουν αν υπάρχουν πιθανές συνδέσεις μεταξύ της συνταγογράφησης στατινών και του διαβήτη. Προηγούμενες έρευνες έχουν ήδη υποδείξει κάποια σύνδεση, ο σχεδιασμός της συγκεκριμένης, όμως, επέτρεψε μόνο μια «κλεφτή ματιά» σε ό,τι συμβαίνει φυσιολογικά σε ένα κλινικό περιβάλλον και όχι σε μια πραγματική δοκιμή που επιλέγει τυχαία ανθρώπους για τη λήψη είτε στατινών είτε κάποιου εικονικού φαρμάκου, τόνισε σε σχόλιό της η Δρ. Zigmont.
Πάντως, η μελέτη εμπλουτίστηκε με μια ποικιλία λεπτομερειών για τους συμμετέχοντες, όπως δεδομένα από βιομετρικούς ελέγχους και μια έρευνα υγείας που περιελάμβανε ερωτήσεις για την εκπαίδευση, τις συμπεριφορές υγείας και την εθνικότητα, αλλά και άλλους σημαντικούς παράγοντες που θα μπορούσαν να επηρεάσουν το αποτέλεσμα, όπως φύλο, ηλικία, εθνικότητα, επίπεδο μόρφωσης, μετρήσεις χοληστερόλης και τριγλυκεριδίων, δείκτη μάζας σώματος, περίμετρο μέσης και αριθμό επισκέψεων στο γιατρό.
Κλείνοντας τη δημοσίευσή τους στο επιστημονικό περιοδικό, οι ειδικοί σημειώνουν ότι τα προγράμματα βελτίωσης της φυσικής κατάστασης και της διατροφής των ασθενών θα πρέπει πλέον να συνοδεύουν τη συνταγογράφηση στατινών από τους γιατρούς, έτσι ώστε να γίνονται προληπτικές ενέργειες για την αποτροπή του διαβήτη.
Το σίγουρο είναι ότι περαιτέρω έρευνα στον τομέα αυτό θα φανεί αρκετά χρήσιμη για τον προσδιορισμό των στατινών αλλά και των δόσεων που προκαλούν μεγαλύτερο κίνδυνο, αφού οι περιορισμοί της μελέτης δεν επέτρεψαν τέτοιου είδους συμπεράσματα.