Ο καλός νυχτερινός ύπνος δεν είναι αρκετός για να έχουν τα παιδιά υγιές σωματικό βάρος σύμφωνα με μία νέα μελέτη που πραγματοποίησαν ερευνητές του Πανεπιστημίου Purdue και δημοσιεύθηκε στο Obesity.
Οι επιστήμονες θέλησαν να ερευνήσουν τη σχέση μεταξύ της διάρκειας του ύπνου, του Δείκτη Μάζας Σώματος (ΔΜΣ) και των επιπέδων κορτιζόλης, της ορμόνης του στρες, στα παιδιά.
Η μικρή διάρκεια του ύπνου έχει συνδεθεί με υψηλότερο ΔΜΣ, και αυτή η σχέση έχει οδηγήσει στη διερεύνηση κατά πόσο ο κακός ύπνος μπορεί να συμβάλει σε υψηλότερο ΔΜΣ. Η μελέτη αυτή διαπίστωσε ότι τα παιδιά με μικρότερη διάρκεια ύπνου μεν είχαν υψηλότερο ΔΜΣ γενικά, ωστόσο δεν υπήρχαν ενδείξεις σχέσης αιτίου-αποτελέσματος.
«Τα ευρήματά μας δείχνουν όντως ότι οι αλλαγές στον ύπνο δεν οδηγούν σε αλλαγές στον ΔΜΣ αργότερα στην παιδική ηλικία ή αντίστροφα. Αντ’ αυτού η σχέση μεταξύ ΔΜΣ και ύπνου ήταν αμετάβλητη με το πέρασμα του χρόνου και οι μεταβολές πιθανά προκαλούνται από άλλους παράγοντες στις ζωές των παιδιών όπως τα γονίδια και οι οικογενειακές συνήθειες», δηλώνει η Δρ. Kristine Marceau, επίκουρη καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Purdue.
Η ερευνητική ομάδα εστίασε σε δεδομένα 361 παιδιών ηλικιών 4,5-9 ετών που αντλήθηκαν από μία μακροχρόνια μελέτη υιοθετημένων παιδιών τα οποία είναι πλέον στην εφηβεία.
Στην έρευνα εξετάστηκε και η κορτιζόλη, η ορμόνη που βοηθά τη ρύθμιση αρκετών σωματικών λειτουργιών συμπεριλαμβανομένου του μεταβολισμού και των επιπέδων σακχάρου στο αίμα, το οποίο θα μπορούσε να εξηγεί τη σύνδεση μεταξύ της διάρκειας του ύπνου και του υψηλότερου ΔΜΣ. Κατά τα ευρήματα των επιστημόνων δεν εντοπίστηκε κάποια σχέση μεταξύ των επιπέδων κορτιζόλης σε νεότερη ηλικία, αλλά η μελέτη δείχνει μία αναδυόμενη σχέση μεταξύ της κορτιζόλης και του ΔΜΣ κατά τη μέση παιδική ηλικία, η οποία ήταν ανεξάρτητη από τον ύπνο.
«Βρήκαμε ότι τα επίπεδα κορτιζόλης ήταν πολύ σταθερά κατά την παιδική ηλικία. Η παραγωγή κορτιζόλης είναι αρκετά μεταβλητή κατά τη διάρκεια της πρώιμης παιδικής ηλικίας, κάτι που δείχνει ότι τα μοτίβα κορτιζόλης εξακολουθούν να αναπτύσσονται σε αυτή την ηλικία», δήλωσε η Δρ. Marceau.
Σύμφωνα με τη Δρ. Marceau, οι περισσότερες μελέτες που εξετάζουν τα επίπεδα της ορμόνης του στρες αφορούν ενήλικες και αυτή είναι η πρώτη μελέτη αυτού του τύπου σημειώνοντας ότι είναι απαραίτητο να γίνουν κι άλλες παρόμοιες έρευνες.