Αν και δεν υπάρχει ακόμα διαθέσιμη θεραπεία για τη νόσο Αλτσχάιμερ, η έγκαιρη διάγνωση επιτρέπει στους ασθενείς να λάβουν θεραπεία για τη διαχείριση των συμπτωμάτων τους και να σχεδιάσουν τη ζωή τους. Σε μια τέτοια πετυχημένη προσέγγιση αναδεικνύεται και η μαγνητική τομογραφία εγκεφάλου (MRI) που λαμβάνεται σε ένα τυπικό μηχάνημα 1,5 Tesla, το οποίο βρίσκεται συνήθως στα περισσότερα νοσοκομεία, συμβάλλοντας στην έγκαιρη διάγνωση της εκφυλιστικής νόσου. Η μελέτη δημοσιεύτηκε στο Communications Medicine.
Οι γιατροί βέβαια χρησιμοποιούν επί του παρόντος μια σειρά από εξετάσεις για τη διάγνωση της νόσου Αλτσχάιμερ, συμπεριλαμβανομένων των τεστ μνήμης και γνωστικών ικανοτήτων και των εγκεφαλικών σαρώσεων. Οι σαρώσεις χρησιμοποιούνται για τον έλεγχο των εναποθέσεων πρωτεϊνών στον εγκέφαλο και τη συρρίκνωση του ιππόκαμπου, της περιοχής του εγκεφάλου που συνδέεται με τη μνήμη. Όλες αυτές οι εξετάσεις μπορεί να διαρκέσουν αρκετές εβδομάδες, τόσο για τη διοργάνωση όσο και για την επεξεργασία τους.
Πώς λειτούργησε ο αλγόριθμος
Στην προκειμένη μελέτη, οι ερευνητές προσάρμοσαν έναν αλγόριθμο που αναπτύχθηκε για την ταξινόμηση καρκινικών όγκων και τον εφάρμοσαν στον εγκέφαλο. Χώρισαν τον εγκέφαλο σε 115 περιοχές και διέθεσαν 660 διαφορετικά χαρακτηριστικά, όπως το μέγεθος, το σχήμα και η υφή, για την αξιολόγηση κάθε περιοχής. Στη συνέχεια εκπαίδευσαν τον αλγόριθμο να εντοπίζει πού οι αλλαγές σε αυτά τα χαρακτηριστικά θα μπορούσαν να προβλέψουν με ακρίβεια την ύπαρξη της νόσου Αλτσχάιμερ.
Χρησιμοποιώντας στοιχεία από την Πρωτοβουλία Νευροαπεικόνισης της Νόσου Αλτσχάιμερ (Alzheimer’s Disease Neuroimaging Initiative), η ομάδα εξέτασε τις σαρώσεις του εγκεφάλου περισσότερων από 400 ασθενών σε πρώιμο και μεταγενέστερο στάδιο της νόσου Αλτσχάιμερ, υγιή άτομα στην ομάδα ελέγχου και ασθενείς με άλλες νευρολογικές παθήσεις, όπως η μετωποκροταφική άνοια και η νόσος του Πάρκινσον.
Διαπίστωσαν ότι στο 98% των περιπτώσεων, το σύστημα μηχανικής μάθησης με βάση τη μαγνητική τομογραφία και μόνο μπορούσε να προβλέψει με ακρίβεια αν ο ασθενής έπασχε από τη νόσο Αλτσχάιμερ ή όχι. Ήταν επίσης σε θέση να διακρίνει μεταξύ πρώιμου και όψιμου σταδίου της νόσου Αλτσχάιμερ με αρκετά υψηλή ακρίβεια, στο 79% των ασθενών.
«Επί του παρόντος, καμία άλλη απλή και ευρέως διαθέσιμη μέθοδος δεν μπορεί να προβλέψει τη νόσο Αλτσχάιμερ με τέτοιο επίπεδο ακρίβειας, οπότε η έρευνά μας αποτελεί σημαντικό βήμα προς τα εμπρός. Πολλοί ασθενείς που προσέρχονται με νόσο Αλτσχάιμερ στις κλινικές για θέματα μνήμης πάσχουν και από άλλες νευρολογικές παθήσεις, αλλά ακόμη και εντός αυτής της ομάδας το σύστημά μας μπορούσε να ξεχωρίσει τους ασθενείς που είχαν τη νόσο Αλτσχάιμερ από τους υγιείς ασθενείς» επισημαίνει ο καθηγητής Eric Aboagye, από το Τμήμα Χειρουργικής και Καρκίνου του Imperial και επικεφαλής της έρευνας και συμπληρώνει λέγοντας ότι «η νέα μας προσέγγιση θα μπορούσε επίσης να εντοπίσει ασθενείς σε πρώιμο στάδιο για κλινικές δοκιμές νέων φαρμακευτικών θεραπειών ή αλλαγών στον τρόπο ζωής, κάτι που σήμερα είναι πολύ δύσκολο να γίνει».
Το νέο σύστημα εντόπισε επίσης αλλαγές σε περιοχές του εγκεφάλου που δεν είχαν προηγουμένως συσχετιστεί με τη νόσο Αλτσχάιμερ, συμπεριλαμβανομένης της παρεγκεφαλίδας (το τμήμα του εγκεφάλου που συντονίζει και ρυθμίζει τη σωματική δραστηριότητα) και του διεγκεφάλου (που συνδέεται με τις αισθήσεις, την όραση και την ακοή).
Διαβάστε επίσης
Άνοια: Γιατί παίζει ρόλο αν κοιμάστε λιγότερο από 5,5 ή πάνω από 7,5 ώρες
Λιγότερο καθισιό για τους 60ρηδες – Τα 10′ που μακραίνουν τη ζωή
Νόσος Αλτσχάιμερ: Δύο στοιχεία της προσωπικότητας που αυξάνουν τον κίνδυνο άνοιας