Την αναγκαιότητα η καρδιακή επέμβαση αντικατάστασης βαλβίδας να γίνεται νωρίτερα απ’ ότι καθοριζόταν μέχρι τώρα για τις περιπτώσεις ασθενών με στένωση αορτικής βαλβίδας αναδεικνύει νέα έρευνα του Πανεπιστημίου της East Anglia που δημοσιεύθηκε στο Open Heart.
Η στένωση αορτής είναι μια από τις πιο συχνές και σοβαρές βαλβιδοπάθειες και προκαλείται από στένωση του ανοίγματος της αορτικής βαλβίδας.
Μόλις οι ασθενείς εμφανίσουν συμπτώματα όπως δύσπνοια, πόνο στο στήθος ή σύγχυση ή προσωρινή απώλεια μνήμης, τότε οι οδηγίες συνιστούν την αντικατάσταση της πάσχουσας βαλβίδας. Ωστόσο, πολλοί ασθενείς με στένωση αορτής δεν έχουν συμπτώματα, ακόμη και όταν έχουν σοβαρή στένωση της βαλβίδας και επομένως δεν παραπέπονται σε αντικατάσταση βαλβίδας.
Τα ευρήματα της νέας έρευνας υποστηρίζουν ότι αυτοί οι ασθενείς θα μπορούσαν να επωφεληθούν από την επέμβαση αντικατάστασης βαλβίδας. Το να υποβληθούν στη χειρουργική επέμβαση, μάλιστα, είναι καίριας σημασίας, ώστε να αποφύγουν μία μη αναστρέψιμη βλάβη του καρδιακού μυός.
Ο επικεφαλής ερευνητής, καθηγητής Βασίλειος Βασιλείου, της Ιατρικής Σχολής Norwich της Αγγλίας, δήλωσε: «Η καρδιά έχει τέσσερις βαλβίδες, οι οποίες επιτρέπουν στο αίμα να ρέει προς μια κατεύθυνση αποτελεσματικά. Καθώς αυξάνεται η ηλικία ενός ατόμου, μία από τις βαλβίδες, η αορτική, στενεύει ολοένα και περισσότερο».
Ο ίδιος εξηγεί ότι «πολλοί ασθενείς με σοβαρή στένωση αορτής δεν έχουν συμπτώματα και επομένως δεν παραπέπονται σε αντικατάσταση βαλβίδας σύμφωνα με τις τρέχουσες οδηγίες. Για τους ασθενείς χωρίς συμπτώματα, οι κατευθυντήριες οδηγίες προτείνουν την στενή παρακολούθηση και η παρέμβαση συνιστάται μόνο όταν εμφανίζουν συμπτώματα ή παθολογικά ευρήματα».
«Θέλαμε να μάθουμε αν θα ήταν καλύτερο να κάνουμε χειρουργική επέμβαση και να αντικαταστήσουμε τη βαλβίδα νωρίτερα παρά αργότερα», συνεχίζει ο καθηγητής. Για το λόγο αυτό, η ερευνητική ομάδα πραγματοποίησε μια συστηματική ανασκόπηση και μετα-ανάλυση, συγκρίνοντας την πρώιμη παρέμβαση έναντι της συντηρητικής αντιμετώπισης σε ασθενείς με ασυμπτωματική σοβαρή στένωση αορτής.
Στη συνέχεια, ανέλυσαν δεδομένα από όλες τις διαθέσιμες μελέτες που αφορούσαν σε συνολικά 3.798 ασθενείς, εκ των οποίων οι 302 συμπεριλήφθηκαν στις δύο μεγαλύτερες τυχαιοποιημένες ελεγχόμενες δοκιμές και οι 3.496 στις μελέτες παρατήρησης.
«Διαπιστώσαμε ότι η πρώιμη παρέμβαση, πριν δηλαδή οι ασθενείς εμφανίσουν συμπτώματα, σχετίζεται με χαμηλότερο κίνδυνο θανάτου και νοσηλείας για καρδιακή ανεπάρκεια», αποκάλυψε ο καθηγητής Βασιλείου και συνέχισε: «Μέχρι τη στιγμή που οι ασθενείς θα εμφανίσουν συμπτώματα, πιθανότατα θα έχει υπάρξει μη αναστρέψιμη βλάβη στον μυ της καρδιάς. Αυτό, με τη σειρά του, μπορεί να έχει δυσμενή έκβαση για τον ασθενή, ακόμη και μετά από επιτυχή παρέμβαση».
Επομένως, η έρευνα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι: «Ο χρόνος επέμβασης της αορτικής βαλβίδας είναι κρίσιμος. Ελπίζουμε ότι τα ευρήματά μας μπορεί να προαναγγέλλουν την αρχή μιας αλλαγής στη διαχείριση των ασθενών με αορτική στένωση, επιτρέποντας η παρέμβαση να πραγματοποιείται πιο άμεσα στις περιπτώσεις που οι ασθενείς είναι ασυμπτωματικοί», δήλωσε ο καθηγητής.
«Οι συνεχιζόμενες δοκιμές που διερευνούν αυτόν τον πληθυσμό υψηλού κινδύνου αναμένεται να ρίξουν περισσότερο φως στο θέμα και στον προσδιορισμό του βέλτιστου χρόνου παρέμβασης», πρόσθεσε.
Σημειώνεται ότι η έρευνα πραγματοποιήθηκε σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ, το Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου, το Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Norfolk and Norwich, το West Suffolk Hospital, τα νηοσοκομεία Royal Brompton και Harefield, το Imperial College του Λονδίνου και το Πανεπιστήμιο του Leicester, ενώ χρηματοδοτήθηκε εν μέρει από το Wellcome Trust.
Διαβάστε ακόμη:
Ο απροσδόκητος παράγοντας που απειλεί την καρδιά των γυναικών
Καρδιακή προσβολή: Το σημείο του σώματος που αποκαλύπτει τον κίνδυνο 12 μήνες νωρίτερα
Τι να «κόψετε» για να μη σας προδώσει η καρδιά σας στα 50