Η μόλυνση του αέρα από τους ρύπους των αυτοκινήτων είναι πιθανό να επηρεάζει τον εγκέφαλο των παιδιών καθιστώντας τα πιο αγχώδη. Οι ερευνητές είχαν παρατηρήσει υψηλά ποσοστά ψυχικών νόσων καθώς επίσης και καθυστερήσεις στην εκμάθηση και την ανάπτυξη των παιδιών που μεγάλωσαν σε περιοχές με αυξημένους ρύπους. Επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο του Σινσινάτι, παρατήρησαν για πρώτη φορά αυτά τα σημάδια χρησιμοποιώντας νευροαπεικονιστικές μεθόδους.
Στα παιδιά που είχαν εκτεθεί στη ρύπανση παρατηρήθηκαν αυξημένα επίπεδα ενός μεταβολίτη που έχει συσχετιστεί με τη νόσο Αλτσχάιμερ και άλλες εγκεφαλικές παθήσεις. Παρουσίασαν επίσης υψηλότερες τιμές βραχυπρόθεσμου άγχους, δίνοντας στους επιστήμονες ένα σημάδι ότι η ρύπανση ενδέχεται να επηρεάζει τον εγκέφαλο αυξάνοντας τον κίνδυνο ψυχικών ασθενειών.
Τα μικροσωματίδια, η βραχυπρόθεσμη και η μακροπρόθεσμη έκθεση στους ρύπους και το όζον προκαλούν αρνητικές επιπτώσεις στους ανθρώπους κάθε ηλικίας, αυξάνοντας επίσης τον κίνδυνο άσθματος, καρδιακών και αναπνευστικών παθήσεων αλλά και σακχαρώδους διαβήτη. Στα έμβρυα, τα βρέφη και τα παιδιά όμως υπάρχει μεγαλύτερος κίνδυνος καθώς οι πνεύμονες και ο εγκέφαλός τους εξακολουθούν να αναπτύσσονται.
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας υπολογίζει ότι κάθε χρόνο πεθαίνουν 700.000 παιδιά κάτω των πέντε ετών εξαιτίας της ρύπανσης του αέρα καθώς οι πνεύμονες των παιδιών δεν είναι επαρκώς αναπτυγμένοι.
Οι ερευνητικές μελέτες παρουσιάζουν με συνέπεια ότι τα παιδιά που μεγαλώνουν σε περιοχές με ρύπανση της ατμόσφαιρας έχουν χειρότερα αποτελέσματα σε γνωστικά τεστ, ενώ παρουσιάζουν υψηλότερα ποσοστά εμφάνισης ΔΕΠΥ, αυτισμού και άλλων συμπεριφορικών διαταραχών.
Ολλανδική μελέτη που διεξήχθη πριν ένα χρόνο, και στην οποία μελετήθηκαν σχεδόν 800 παιδιά ηλικίας 6-10 ετών, έδειξε σημάδια ότι η έκθεση στη ρύπανση είχε επιφέρει αλλαγές στον εγκεφαλικό τους φλοιό. Επιπρόσθετα, τα παιδιά δεν παρουσιάζουν μόνο συμπεριφορικά ζητήματα αλλά και διαταραχές διάθεσης».
Οι ερευνητές πραγματοποίησαν εγκεφαλογραφήματα σε 14 παιδιά. Η ερευνητική ομάδα αξιολόγησε επίσης τα παιδιά στη βάση μίας τυποποιημένης κλίμακας άγχους και εξέτασαν σε πόση ρύπανση είχαν εκτεθεί στη ζωή τους και σε πόση το περασμένο έτος, εξετάζοντας τις μετρήσεις ρύπανσης του αέρα στις περιοχές που ζούσαν τα παιδιά.
Τα αποτελέσματα από τις εξετάσεις έδειξαν σημαντικές διαφορές στα επίπεδα του χημικού μυοινοσιτόλη στους εγκεφάλους των παιδιών που είχαν ζήσει στις περιοχές με τη χειρότερη ποιότητα αέρα.
Η μυοινοσιτόλη είναι ένας κοινός μεταβολίτης της γλυκόζης, το μόριο του οποίου δίνει ενέργεια στα κύτταρα των ανθρώπων, άλλων θηλαστικών, ακόμα των φυτών.
Οι επιδράσεις του είναι συχνά διττές. Από τη μία φαίνεται να είναι ωφέλιμο για τη θεραπεία των συμπτωμάτων πολυκυστικών ωοθηκών, να βοηθά στην αποκατάσταση από κατάλοιπα ενός εγκεφαλικού επεισοδίου και επίσης να μάχεται κατά των διαταραχών διάθεσης των ενηλίκων. Από την άλλη όμως τα υψηλά επίπεδα του εν λόγω μεταβολίτη ενδέχεται να είναι δείκτες μίας προ-ανοιακής φάσης της νόσου Αλτσχάιμερ.
Οι ερευνητές του Πανεπιστημίου του Σινσινάτι υποψιάζονται ότι τα υψηλότερα επίπεδα μυοινοσιτόλης σε αυτά τα κύτταρα ενδέχεται να συσχετίζονται με τη ρύπανση, την ύπαρξη φλεγμονών και την αύξηση του κινδύνου για εκδήλωση άγχους.
Η Δρ. Kelly Brunst, επικεφαλής της έρευνας δήλωσε ότι ενδέχεται να υπάρχει συσχετισμός μεταξύ των ατμοσφαιρικών ρύπων των οχημάτων «και μεταβολιτών απορρύθμισης στον εγκέφαλο δημιουργώντας συμπτώματα άγχους σε υγιή παιδιά».
Συγκεκριμένα η ποσότητα ρύπων στην οποία θα εκτεθούν αλλά και το πόσο πρόσφατα είχαν εκτεθεί σε αυτούς καθορίζει ανάλογα τα συμπτώματα άγχους που είναι πιθανό να εμφανίσουν τα παιδιά.