Κάνοντας μια ανασκόπηση σε αρχεία 290 ατόμων που διέτρεχαν κίνδυνο εμφάνισης της νόσου Αλτσχάιμερ, οι επιστήμονες του Johns Hopkins εντόπισαν ένα μέσο επίπεδο βιολογικών και ανατομικών αλλαγών στον εγκέφαλο που συνδέονται με τη νόσο και συμβαίνουν από τρία έως δέκα χρόνια πριν την εμφάνιση των πρώτων αναγνωρίσιμων συμπτωμάτων της ασθένειας. Η έκθεση των ευρημάτων της ερευνητικής ομάδας δημοσιεύθηκε στο Frontiers in Aging Neuroscience.
Για τη μελέτη, οι επιστήμονες εξέτασαν τα ιατρικά αρχεία που συλλέχθηκαν από 290 άτομα ηλικίας 40 ετών και άνω από τα Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας και την Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Johns Hopkins στο πλαίσιο του έργου BIOCARD, μιας προσπάθειας ανάπτυξης παραγόντων πρόβλεψης της γνωσιακής παρακμής.
Σημειώνεται ότι οι περισσότεροι από τους 290 συμμετέχοντες στη μελέτη είχαν τουλάχιστον έναν συγγενή πρώτου βαθμού με νόσο Αλτσχάιμερ, τοποθετώντας τους σε υψηλότερο επίπεδο κινδύνου από το συνηθισμένο.
Στο πλαίσιο των μελετών του BIOCARD, οι επιστήμονες συγκέντρωναν εγκεφαλονωτιαίο υγρό και πραγματοποιούσαν τομογραφίες εγκεφάλου στους συμμετέχοντες κάθε δύο χρόνια μεταξύ του 1995 και του 2005. Επίσης, κάθε χρόνο από το 1995 έως το 2013, διεξήγαγαν πέντε κλασικά τεστ μνήμης, μάθησης, ανάγνωσης και προσοχής.
Καθώς όλοι οι συμμετέχοντες είχαν φυσιολογικά επίπεδα γνωστικής λειτουργίας κατά την έναρξη της μελέτης, οι επιστήμονες μπόρεσαν να παρακολουθήσουν διάφορα βιολογικά και κλινικά χαρακτηριστικά που σχετίζονται με τη νόσο Αλτσχάιμερ κατά τα χρόνια που οδήγησαν στην εμφάνιση των συμπτωμάτων. Μέχρι τη στιγμή του τελευταίου ραντεβού τους για το πρόγραμμα BIOCARD, οι 209 από τους συμμετέχοντες στη μελέτη παρέμειναν στα επίπεδα γνωστικής λειτουργίας στα οποία ξεκίνησαν, ενώ οι 81 διαγνώστηκαν με ήπια γνωστική εξασθένηση ή νόσο Αλτσχάιμερ.
Στα 81 άτομα που ανέπτυξαν γνωστικά προβλήματα ή άνοια, η ομάδα του Johns Hopkins βρήκε ανεπαίσθητες αλλαγές στις βαθμολογίες των γνωστικών εξετάσεων, από 11 έως 15 χρόνια πριν από την παρουσία σαφούς γνωστικής εξασθένησης. Βρήκαν επίσης αυξήσεις στον ρυθμό μεταβολής μιας πρωτεΐνης στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό κατά μέσο όρο στα 34,4 (για την t-tau) και στα 13 χρόνια για την (τροποποιημένη έκδοσή της που ονομάζεται p-tau) πριν από την έναρξη της γνωστικής εξασθένησης. Η πρωτεΐνη αυτή λέγεται Tau και εδώ και πολύ καιρό θεωρείται δείκτης της νόσου Αλτσχάιμερ.
«Η μελέτη μας δείχνει ότι μπορεί να είναι δυνατή η χρήση της ανάλυσης του εγκεφάλου και του νωτιαίου υγρού για την εκτίμηση του κινδύνου για τη νόσο Αλτσχάιμερ τουλάχιστον 10 ή περισσότερα χρόνια πριν εμφανιστούν τα πιο συνηθισμένα συμπτώματα, όπως η ήπια γνωστική δυσλειτουργία», διευκρινίζει ο Laurent Younes, καθηγητής και πρόεδρος του Τμήματος Εφαρμοσμένων Μαθηματικών και Στατιστικής στο Πανεπιστήμιο Johns Hopkins.
Ο Δρ. Younes προειδοποιεί, πάντως, ότι οι αλλαγές στον εγκέφαλο ποικίλλουν ευρέως στους ανθρώπους και ότι τα ευρήματά τους αντανακλούν ένα μέσο επίπεδο τέτοιων αλλαγών σε μια μικρή ομάδα ερευνητικών υποκειμένων. Ως αποτέλεσμα, λέει, οι επιστήμονες δεν μπορούν ακόμα να τα χρησιμοποιήσουν για να εξάγουν ακριβή συμπεράσματα σχετικά με τις αλλαγές του εγκεφάλου σε μεμονωμένους ανθρώπους. Επιπλέον, δεν υπάρχει κάποιο φάρμακο ή άλλες παρεμβάσεις που να θεωρείται ότι επιβραδύνουν ή σταματούν τη διαδικασία της νόσου, ακόμη και αν εντοπιστεί έγκαιρα ο κίνδυνος. Αλλά η εργασία αυτή, προσθέτει, θα μπορούσε τελικά να οδηγήσει στην ανάπτυξη ενός τεστ για τον προσδιορισμό του σχετικού κινδύνου ενός ατόμου για τη νόσο Αλτσχάιμερ, αλλά και για την καθοδήγηση της εκάστοτε χρήσης των θεραπειών όταν και αν αναπτυχθούν.