Η φαρμακευτική αγωγή για τη Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής και Υπερκινητικότητα (ΔΕΠΥ) δεν φαίνεται να συντελεί στην εκδήλωση καρδιαγγειακών προβλημάτων στα παιδιά, αποφαίνεται αμερικανική μελέτη που δημοσιεύεται στο Pediatric Research.
Στις ΗΠΑ η χορήγηση φαρμακευτικής αγωγής σε παιδιά με ΔΕΠΥ είναι συχνή εν αντιθέσει με την Ευρώπη και την Ελλάδα. Υπολογίζεται ότι περισσότερα από 1,8 εκατομμύρια παιδιά στις ΗΠΑ ακολουθούν φαρμακευτική αγωγή λόγω διάγνωσης ΔΕΠΥ. Πρόκειται για ψυχοδιεγερτικές ουσίες που έχουν ενοχοποιηθεί για καρδιαγγειακές ανεπιθύμητες ενέργειες.
Μάλιστα, ο Αμερικανικός Οργανισμός Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) έχει επιβάλει στις φαρμακευτικές εταιρείες που έχουν σκευάσματα για ΔΕΠΥ να ενσωματώσουν στις συσκευασίες ειδική προειδοποίηση (black box warning) ότι «τα παιδιά με υποκείμενη καρδιακή νόσο θα πρέπει να λαμβάνουν τις ψυχοδιεγερτικές αυτές ουσίες με προσοχή». Επίσης, οι καναδικές ρυθμιστικές αρχές απέσυραν προσωρινά ψυχοδιεγερτικό φάρμακο λόγω μικρού αριθμού αιφνίδιων καρδιακών θανάτων.
Αλλά η μελέτη των Εθνικών Συστημάτων Υγείας των ΗΠΑ έρχεται να καθησυχάσει γιατρούς και γονείς.
Βέβαια θα πρέπει να σημειωθεί ότι η έρευνα έγινε σε πρωτεύοντα θηλαστικά γεγονός που σημαίνει ότι μπορεί να μην έχουν άμεση απήχηση στο ανθρώπινο είδος. Όμως, η ίδια επιστημονική ομάδα έχει και παλαιότερα δημοσιεύσει στοιχεία που δείχνουν ότι οι θηλυκές μαϊμούδες είχαν ανεπιθύμητες ενέργειες όμοιες με αυτές που καταγράφονται σε παιδιά που παίρνουν φάρμακα για τη ΔΕΠΥ.
Τα νεότερα στοιχεία από τη δεκαετή μελέτη καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η χρόνια έκθεση σε μεθυλφαινιδάτη, το συχνότερα συνταγογραφούμενο φάρμακο για τη ΔΕΠΥ, είναι απίθανο να αυξήσει τον καρδιαγγειακό κίνδυνο σε υγιή παιδιά.
«Τα ευρήματά μας είναι καθησυχαστικά ως προς το γεγονός ότι ακόμα και η υψηλής δοσολογίας θεραπεία με μεθυλφαινιδάτη δεν συντελεί σε κάποια ένδειξη για μη φυσιολογική δομή ή λειτουργία της καρδιάς των πειραματόζωων», σημειώνει ο Steven E. Lipshultz επικεφαλής ερευνητής και συγγραφέας της έρευνας, καθηγητής και πρόεδρος στο Τμήμα Παιδιατρικής της Σχολής Ιατρικής και Βιοϊατρικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο του Μπάφαλο.
Τα πειραματόζωα από δύο ετών και για πέντε συνεχή χρόνια βρίσκονταν υπό θεραπεία, υπερδοσολογία ή εικονική αγωγή. Μετά από καρδιαγγειακή αξιολόγηση όλων των μαϊμούδων δεν προέκυψαν στατιστικές διαφορές μεταξύ των τριών ομάδων ως προς τους καρδιαγγειακούς και φλεγμονώδεις βιοδείκτες, τα αποτελέσματα των ηλεκτρο- και υπερηχοκαρδιογραφημάτων, των ενδομυοκαρδιακών βιοψιών και άλλων κλινικών παραμέτρων.
Η μόνη διαφορά στατιστικής σημασίας ήταν τα αυξημένα επίπεδα της μυοσφαιρίνης ορού στην ομάδα που πήρε χαμηλής δοσολογίας μεθυλφαινιδάτη. Η μυοσφαιρίνη ορού μπορεί να είναι ένδειξη βλάβης στους σκελετικούς μυς ανθρώπων που δεν έχουν υποστεί καρδιακή βλάβη. Τα πειραματόζωα που είχαν πάρει υψηλή δοσολογία μεθυλφαινιδάτης είχαν χαμηλότερη αλλά σημαντικά αυξημένα επίπεδα μυοσφαιρίνης.
Κι επειδή δεν υπήρχαν εργαστηριακές ή κλινικές αποδείξεις σοβαρής καρδιακής νόσου στα πειραματόζωα, οι ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η αυξημένη μυοσφαιρίνη πιθανόν να πήγαζε από σκελετικούς μυς και να μην σχετιζόταν με κάποιο καρδιακό επεισόδιο.