Μία μέθοδος που δημιουργήθηκε από τους ερευνητές του Πανεπιστημίου Ruhr-Univesitat του Μπόχουμ μπορεί να εντοπίσει την νόσο Αλτσχάιμερ σε ένα πολύ πρώιμο στάδιο. Οι ερευνητές δημοσίευσαν την έρευνά τους στο Alzheimer’s and Dementia: Diagnosis, Assessment and Disease Monitoring.
«Αυτό ανοίγει το δρόμο για θεραπεία της νόσου όταν αυτή βρίσκεται σε πρώιμο στάδιο. Τα φάρμακα που τώρα είναι αναποτελεσματικά ενδέχεται τότε να έχουν ελπίδες να φέρουν αποτέλεσμα», δήλωσε ο καθηγητής Klaus Gerwert του Πανεπιστημίου Μπόχουμ.
Σε ασθενείς με νόσο Αλτσχάιμερ, η πρωτεΐνη του β-αμυλοειδούς αναδιπλώνεται λανθασμένα λόγω παθολογικών αλλαγών, πολύ πριν εμφανιστούν τα πρώτα συμπτώματα της νόσου. Μια ομάδα ερευνητών με επικεφαλής τον Klaus Gerwert εντόπισε με επιτυχία αυτό τα προβλήματα αναδίπλωσης χρησιμοποιώντας ένα απλό τεστ αίματος. Ως αποτέλεσμα αυτού είναι η νόσος να μπορεί να ανιχνευθεί περίπου οκτώ χρόνια πριν εμφανιστούν τα πρώτα κλινικά συμπτώματα.
Εντοπίστηκε πως το 71% των ασθενών με νόσο Αλτσχάιμερ στα πρώτα στάδια ήταν ασυμπτωματικό, ενώ παράλληλα δόθηκαν ψευδώς θετικές διαγνώσεις για το 9% των συμμετεχόντων στη μελέτη. Προκειμένου να αυξηθεί ο αριθμός των σωστά διαγνωσμένων περιστατικών νόσου Αλτσχάιμερ και να μειωθεί ο αριθμός των ψευδώς θετικών διαγνώσεων, οι ερευνητές ξόδεψαν πολύ χρόνο και προσπάθεια στη βελτιστοποίηση της υπό μελέτη δοκιμής και κατέληξαν στην εφαρμογή μιας διαγνωστικής μεθόδου δύο βαθμίδων.
Για το σκοπό αυτό χρησιμοποιούν την αρχική εξέταση αίματος για να εντοπίσουν τα άτομα υψηλού κινδύνου. Εν συνεχεία προσθέτουν ένα συγκεκριμένο βιοδείκτη άνοιας, την πρωτεΐνη Ταυ, για να διεξάγουν περαιτέρω δοκιμές σε εκείνους τους συμμετέχοντες των οποίων η διάγνωση της νόσου Αλτσχάιμερ ήταν θετική σε πρώτο στάδιο. Αν αμφότεροι οι βιοδείκτες δείξουν θετικό αποτέλεσμα τότε υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να εκδηλωθεί η νόσος. «Ο συνδυασμός των δύο αναλύσεων έδειξε πως 87 στους 100 ασθενείς με νόσο Αλτσχάιμερ εντοπίστηκαν σωστά στη μελέτη μας», δήλωσε ο Δρ. Klaus Gerwert. «Μειώσαμε τον αριθμό των ψευδώς θετικών διαγνώσεων σε υγιή άτομα σε τρία από τα 100. Η δεύτερη ανάλυση διεξάγεται στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό που εξάγεται από το νωτιαίο μυελό. Τώρα, μπορούν να διεξαχθούν νέες κλινικές μελέτες σε ασθενείς με τη νόσο σε πολύ πρώιμα στάδια.
Ο Δρ. Gerwert ευελπιστεί ότι οι υπάρχουσες θεραπείες θα εξακολουθήσουν να έχουν αποτέλεσμα. «Πρόσφατα, δύο μεγάλες και υποσχόμενες μελέτες απέτυχαν, πιθανότατα λόγω του ότι η θεραπεία ξεκίνησε πολύ αργά. Η νέα μελέτη ανοίγει ένα νέο παράθυρο θεραπείας».