Μια νέα μελέτη που παρουσιάστηκε στο Ευρωπαϊκό Συνέδριο για την Κλινική Μικροβιολογία και τις Μολυσματικές Νόσους στο Άμστερνταμ (13-16 Απριλίου), υποστηρίζει ότι το πρώιμο εντερικό μικροβίωμα στα νεογνά είναι δυνατόν να αποτελεί έναν προγνωστικό δείκτη για τον κίνδυνο του παιδιού να έχει μελλοντικά περιττά κιλά.
Όμως το εντερικό μικροβίωμα του νεογνού μπορεί επίσης να επηρεαστεί από την χρήση αντιβιοτικών από την μητέρα κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.
Η μελέτη της Δρ. Katja Korpela από την Ερευνητική Μονάδα PEDEGO και το Ιατρικό Κέντρο του Πανεπιστημίου του Ούλου στη Φινλανδία είχε ως στόχο να καθορίσει τη σχέση μεταξύ του πρώιμου πρώιμου εντερικού μικροβιώματος και της επακόλουθης ανάπτυξης και της πρόσληψης βάρους στα παιδιά έως την ηλικία των τριών ετών.
Το πρώιμο μικροβίωμα είναι σημαντικό για την ωρίμανση του εντέρου και τον υποκείμενο μεταβολικό προγραμματισμό, μια διαδικασία πρώιμων προσαρμογών στα διατροφικά ερεθίσματα που αλλάζει σε μόνιμη βάση τη φυσιολογία και τον μεταβολισμό του παιδιού.
Σε επιδημιολογικές μελέτες έχει διαπιστωθεί ότι υπάρχει σχέση μεταξύ της χορήγησης αντιβιοτικών κατά τη νεογνική ηλικία και της πιθανότητας του παιδιού μετέπειτα να εξελιχθεί σε υπέρβαρο, κάτι που με τη σειρά του σημαίνει ότι οι αλλαγές στο πρώιμο μικροβίωμα μπορεί να έχουν διαρκείς επιπτώσεις.
Η παρούσα φινλανδική μελέτη έγινε σε δείγμα 212 νεογνών, από τα οποία είχαν συλλεχθεί τα πρώτα κόπρανα, που περιείχαν και εντερικό υλικό από την ενδομήτρια φάση, καθώς και δείγματα κοπράνων όταν τα βρέφη ήταν πια 12 μηνών. Ομάδα παιδιάτρων αξιολογούσε επίσης ανά τακτικά διαστήματα το βάρος και το ύψος των παιδιών και ενώ καταγραφόταν και η χρήση αντιβιοτικών μετά την γέννηση. Οι ερευνητές έκαναν και γενετική αλληλούχιση για να καθορίσουν τα είδη και την σχετική βακτηριακή ποικιλία στα δείγματα κοπράνων.
Τα βρέφη που είχαν πάρει αντιβιοτικά κατά τον πρώτο χρόνο της ζωής τους είχαν μικρότερη βακτηριακή ποικιλία σε ηλικία 12 μηνών από εκείνα που είχαν εκτεθεί προγεννητικά στα αντιβιοτικά ή τα είχαν πάρει αμέσως μετά τον τοκετό. Επίσης είχαν μικρότερο πληθυσμό ακτινοβακτηρίων από τα παιδιά που δεν είχαν εκτεθεί σε κάποια αντιμικροβιακή ουσία, απόδειξη της μακροχρόνιας επίσης των αντιβιοτικών στο παιδικό μικροβίωμα.
Τα νεογνά που μετέπειτα είχαν εξελιχθεί σε υπέρβαρα παιδιά σε ηλικία τριών ετών είχαν 29% (έναντι 15%) μεγαλύτερη σχετική ποικιλία σε μια μεγάλη ομάδα βακτηρίων (στο μικροβίωμα τους) που απαντάται συνήθως σε ποικίλα περιβάλλοντα, καθώς επίσης και στο έντερο και στο δέρμα πολλών ζώων.
Τα υπέρβαρα αυτά παιδιά είχαν επίσης μικρότερη ποικιλία (19% έναντι 35%) πρωτεοβακτηρίων, ενώ η ποικιλία σταφυλόκοκκου στο μηκώνιο (πρώτα κόπρανα του νεογνού) ήταν αντιστρόφως σχετική με το ανάστημα του παιδιού σε ηλικία δύο ετών.
Περαιτέρω ανάλυση των αποτελεσμάτων με ηλεκτρονικούς αλγορίθμους αποκάλυψε ότι ενώ ο πληθυσμός των εντερικών βακτηρίων σε ηλικία 12 μηνών δεν ήταν χρήσιμος για την πρόβλεψη του παιδί να είναι υπέρβαρο, το μικροβίωμα των πρώτων κοπράνων που σχηματίζεται κατά την ενδομήτρια περίοδο σχετιζόταν με τον κίνδυνο περιττών κιλών σε ηλικία τριών ετών.
«Το μικροβίωμα του μηκωνίου που σχηματίζεται κατά την ενδομήτρια ζωή, σχετίζεται με το επακόλουθο βάρος σε ηλικία τριών ετών», υπογραμμίζεται στα συμπεράσματα της μελέτης.