Σε μελέτη που δημοσιεύθηκε στο Proceedings of the National Academy of Sciences, μία ομάδα επιστημόνων του Πανεπιστημίου του Wisconsin ανακάλυψε τέσσερις βιοδείκτες πρωτεϊνών που συνδέονται με προκαρκινικές αλλοιώσεις οι οποίες είναι πολύ πιθανό να εξελιχθούν σε καρκίνο του παχέος εντέρου.
Σχεδόν όλες οι περιπτώσεις καρκίνου του παχέος εντέρου είναι ιάσιμες αρκεί να διαγνωστούν νωρίς. Παρότι αυτό θα έπρεπε να καθιστά ξεκάθαρη την ανάγκη των προληπτικών εξετάσεων, εντούτοις στην περίπτωση των διαγνωστικών τεστ για τον καρκίνο του παχέος εντέρου – ουσιαστικά της κολονοσκόπησης -, παρατηρείται το παράδοξο είτε της μη συμμόρφωσης είτε της υπερδιάγνωσης και υπερθεραπείας.
Οι επιστήμονες αναμένουν ότι τα ευρήματά τους θα οδηγήσουν σε μία εξέταση αίματος για την διάγνωση του καρκίνου, προσθέτοντας ένα ακόμη διαγνωστικό τεστ στην φαρέτρα των εξετάσεων με σκοπό τη μείωση της υπερ-θεραπείας υγειών ασθενών.
«Αυτή η μελέτη προσεγγίζει την πιθανότητα εντοπισμού ορισμένων αιματολογικών δεικτών μέσω μίας ελάχιστα επεμβατικής διαδικασίας όπως είναι η εξέταση αίματος, η οποία θα μειώνει την υπερδιάγνωση», δήλωσε ο επικεφαλής της έρευνας, Bill Dove.
Η βασική εξέταση για τον καρκίνο του παχέος εντέρου είναι η κολονοσκόπηση. Για να γίνει η εξέταση πρέπει να προηγηθεί καθαρισμός του εντέρου με δίαιτα και καθαρτικά. Ο σωστός καθαρισμός είναι απαραίτητος γιατί αλλιώς η εξέταση δεν είναι αξιόπιστη. Η κολονοσκόπηση επιτρέπει όχι μόνο τη λήψη βιοψιών για ιστολογική ανάλυση, αλλά και την θεραπεία, όπως είναι η άμεση αφαίρεση πολύποδα.
Μία άλλη διαγνωστική εξέταση είναι η κολονογραφία με αξονική τομογραφία, που βασίζεται σε λήψη εικόνων μέσω αξονικού τομογράφου από τον αυλό του παχέος εντέρου. Η μέθοδος είναι απεικονιστική, οπότε εάν εντοπιστεί κάτι ανησυχητικό που πρέπει να διερευνηθεί περαιτέρω ή πρέπει να γίνει αφαίρεση πολύποδα, τότε γίνεται κολονοσκόπηση.
Στις μελέτες ασθενών που υποβλήθηκαν σε αξονική κολονογραφία διαπιστώθηκε ότι η πλειονότητα των μικρών πολυπόδων που εντοπίζονται δεν εξελίσσονται σε κακοήθεια, οπότε η επέμβαση αφαίρεσής τους είναι αχρείαστη.
Για να περιοριστούν οι περιπτώσεις υπερ-θεραπείας, οι ερευνητές σε αυτή τη μελέτη, αναζήτησαν δείκτες (πρωτεΐνες) με αυξημένες τιμές στο αίμα ασθενών με αναπτυσσόμενους προ-καρκινικούς ή καρκινικούς πολύποδες.
Οι επιστήμονες εξέτασαν δείγματα αίματος 90 ασθενών που υποβλήθηκαν σε κολονοσκόπηση – οι οποίοι χωρίστηκαν σε χαμηλού ή υψηλού κινδύνου προ-καρκινικούς πολύποδες και 31 ασθενών με υπολογιστική τομογραφική κολονογραφία οι οποίοι τέθηκαν υπό παρακολούθηση χωρίς να αφαιρεθούν οι πολύποδες.
Ακολούθως οι επιστήμονες επέλεξαν 19 πρωτεΐνες οι οποίες είχε παρατηρηθεί πως ήταν υψηλές σε ζωικά μοντέλα καρκίνου του παχέος εντέρου και εφάρμοσαν μία τεχνική που είναι γνωστή ως φασματομετρία μάζας για να υπολογίσουν τις συγκεντρώσεις των πρωτεϊνών στο αίμα των ασθενών.
Λόγω του ότι ήδη γνώριζαν τα αποτελέσματα της κολονοσκόπησης κάθε ασθενούς, οι ερευνητές μπορούσαν να συσχετίσουν τα ευρήματα των αιματολογικών δεικτών των ασθενών με την διάγνωση των ασθενών, επιτρέποντάς τους να ανακαλύψουν ποιοι δείκτες – εφόσον υπάρχουν – συσχετίζονται με αναπτυσσόμενους ή καρκινικούς πολύποδες.
Η επικεφαλής ερευνήτρια Melanie Ivancic εντόπισε υψηλά επίπεδα σε τέσσερις πρωτεΐνες που συσχετίζονταν με πρώιμο καρκίνο του παχέος εντέρου στους ασθενείς που μελέτησε.
«Δεν περιμέναμε ότι θα μπορούσαμε να βρούμε προγνωστικούς βιοδείκτες για τόσο μικρούς και προ-καρκινικούς πολύποδες στους ανθρώπους, όμως το κάναμε», δήλωσε ο Δρ. Dove.
«Πιστεύουμε πως η επιτυχία στην πρώιμη διάγνωση του καρκίνου του παχέος εντέρου μπορεί να έλθει από συνδυασμό πολλαπλών διαγνωστικών στρατηγικών», δήλωσε ο Δρ. Dove. «Η δική μας μελέτη αναφέρει δείκτες που αν και είναι μέτριας ισχύος, μπορούν να συνεισφέρουν στο σύνολο των διαγνωστικών προσεγγίσεων για την ανίχνευση των αναπτυσσόμενων προκαρκινικών αδενωμάτων του παχέος εντέρου».