Δύο φάρμακα που συνήθως συνταγογραφούνται κατά της υπέρτασης και της στηθάγχης τελικά φαίνεται να σχετίζονται με αυξημένο κίνδυνο αιφνίδιας καρδιακής ανακοπής, σύμφωνα με δεδομένα που παρουσίασε το Ευρωπαϊκό Δίκτυο Αιφνίδιας Καρδιακής Ανακοπής (ESCAPE-NET), στο συνέδριο της Ευρωπαϊκής Καρδιολογικής Εταιρείας (17-19 Μαρτίου) στη Λισαβόνα.
Η αιφνίδια ανακοπή καρδιάς προκαλεί περίπου τους μισούς καρδιακούς θανάτους στην Ευρώπη και έναν στους πέντε θανάτους από φυσικά αίτια. Κατά την ανακοπή η καρδιά σταματά να αντλεί αίμα, αφού έχει προηγηθεί αρρυθμία που δεν έχει αντιμετωπιστεί επιτυχώς.
Το ESCAPE-NET μελετά τα αίτια των καρδιακών αρρυθμιών με στόχο την πρόληψη τους.
Ο Δρ. Hanno Tan, επικεφαλής του Δικτύου, καρδιολόγος στο Ακαδημαϊκό Ιατρικό Κέντρο του Άμστερνταμ, κατά την παρουσίαση των αποτελεσμάτων της μελέτης επεσήμανε ότι «θα πρέπει να ερμηνευθούν με προσοχή και να επαληθευθούν πριν αποφασιστεί η λήψη μέτρων από γιατρούς και ασθενείς».
Η έρευνα εξέτασε αν η νιφεδιπίνη και η αμλοδιπίνη, δύο διυδροπυριδίνες που συνταγογραφούνται ευρέως κατά της υπέρτασης και της στηθάγχης, σχετίζονται με την καρδιακή ανακοπή όταν αυτή συμβαίνει εκτός νοσοκομειακού περιβάλλοντος.
Οι δόσεις της νιφεδιπίνης που συνήθως χορηγούνται είναι των 30 mg και 60 mg και της αμλοδιπίνης των 5 mg και 10 mg. Κατά τη συνήθη ιατρική πρακτική, χορηγείται αρχικά η χαμηλότερη δόση και έπειτα η υψηλότερη, αν δεν ρυθμίζονται επαρκώς η αρτηριακή πίεση του αίματος ή δεν αντιμετωπίζεται η στηθάγχη, αντιστοίχως.
Οι ερευνητές ανέλυσαν δεδομένα από το αρχείο μελετών Dutch Amsterdam Resuscitation Studies (ARREST, 2005-2011) και τα επαλήθευσαν με το αρχείο Danish Cardiac Arrest Registry (DANCAR, 2001-2014). Και τα δύο αυτά αρχεία είναι μέλη του δικτύου (ESCAPE-NET).
Στις μελέτες είχαν συμπεριληφθεί ασθενείς με εξω-νοσοκομειακή καρδιακή ανακοπή λόγω κοιλιακής μαρμαρυγής/ταχυκαρδίας, συν έως πέντε άτομα με ίδιο προφίλ και ηλικία, ανά ασθενή. Τα άτομα της ομάδας ελέγχου ήταν από το δίκτυο Dutch PHARMO Database Network και τον γενικό πληθυσμό της Δανίας. Συνολικά επρόκειτο για 2.503 ασθενείς και 10.543 άτομα ελέγχου στη μελέτη ARREST και 8.101 ασθενείς και 40.505 στην DANCAR.
Η υψηλή δόση νιφεδιπίνης (>60 mg/ημέρα) αλλά όχι η χαμηλή (<60 mg/ημέρα) σχετίστηκε άμεσα με αυξημένο κίνδυνο εξω-νοσοκομειακής καρδιακής ανακοπής συγκριτικά με τη μη χρήση διυδροπυριδίνων, με αναλογία κινδύνου 1,5 στη μελέτη ARREST και 2,0 στη DANCAR. Η υψηλής δοσολογίας νιφεδιπίνη επίσης σχετίστηκε με αυξημένο κίνδυνο εξω-νοσοκομειακής καρδιακής ανακοπής συγκριτικά με την αμλοδιπίνη ανεξαρτήτου δοσολογίας, με αναλογία κινδύνου 2,3 και 2,2 στα μητρώα ARREST και DANCAR, αντίστοιχα. Η αμλοδιπίνη δεν σχετίστηκε με ανεπιθύμητες ενέργειες.
Τα παραπάνω αποτελέσματα επαληθεύθηκαν και σε πειράματα που έγιναν σε ανθρώπινα καρδιακά κύτταρα.
Οι διυδροπυριδίνες μπλοκάρουν τους διαύλους ασβεστίου τύπου L. Τα εργαστηριακά πειράματα έδειξαν ότι στις δόσεις που μελετήθηκαν, και οι δύο δραστικές ουσίες μπλόκαραν τους διαύλους ιόντων, άρα μείωναν τη δράση των καρδιακών κυττάρων. Η μικρότερη δυναμική δράσης των καρδιακών κυττάρων διευκολύνει την εκδήλωση θανατηφόρων αρρυθμιών που προκαλούν αιφνίδια καρδιακή ανακοπή. Η υψηλή δόση νιφεδιπίνης (60 mg) προκάλεσε μεγαλύτερη μείωση του δυναμικού δράσης από ότι η υψηλή δόση αμλοδιπίνης (10 mg).
Τα παραπάνω στοιχεία προκάλεσαν έκπληξη στους επιστήμονες δεδομένου ότι, νιφεδιπίνη και αμλοδιπίνη συνταγογραφούνται χρόνια σε χιλιάδες ασθενείς. Μια πιθανή εξήγηση είναι ότι η εξω-νοσοκομειακή καρδιακή ανακοπή είναι δύσκολο να μελετηθεί λόγω της ταχείας εξέλιξής της και χρειάζεται εξειδικευμένες βάσεις δεδομένων.