Σε περίπτωση εγκυμοσύνης κι ενώ η γυναίκα ακολουθεί κάποια μέθοδο αντισύλληψης, η πρώτη και συνηθέστερη σκέψη που περνάει από το μυαλό όλων, ακόμη και των γιατρών, είναι ότι εκείνη έκανε κάποιο λάθος όσον αφορά τη λήψη των σκευασμάτων.
Έρευνα που δημοσιεύθηκε στο Obstetrics and Gynaecology αποκαλύπτει ότι τελικά δεν φταίνε οι γυναίκες που μένουν έγκυες, ενώ ακολουθούσαν αντισυλληπτική αγωγή. Οι ερευνητές από την Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου του Κολοράντο αναφέρουν ότι ένα συγκεκριμένο γονίδιο που εμπλέκεται στη διάσπαση των ορμονών των αντισυλληπτικών μάλλον είναι ο ένοχος.
Η έρευνα αποκαλύπτει ότι η μία γυναίκα στις 20 είναι φορείς ενός γονιδίου που μπορεί να καταστήσει την ορμονική αντισύλληψη λιγότερο αποτελεσματική. Οι γυναίκες που ακολουθούν αγωγή με αντισυλληπτικά είναι δυνατό να συλλάβουν, επειδή το DNA τους «σαμποτάρει» την αντισύλληψ.
Τα αντισυλληπτικά δεν είναι 100% αποτελεσματικά αλλά οι λόγοι της αποτυχίας τους δεν είναι πλήρως κατανοητοί σύμφωνα με τους ειδικούς.
Στο πλαίσιο της νέας έρευνας παρακολουθήθηκαν 350 υγιείς γυναίκες, εκ των οποίων οι μισές ήταν άνω των 22 ετών. Σε όλες είχε τοποθετηθεί αντισυλληπτικό εμφύτευμα (μια μικρή εύκαμπτη πλαστική ράβδος που τοποθετείται κάτω από το δέρμα στον άνω βραχίονα και απελευθερώνει προγεσταγόνο στην κυκλοφορία του αίματος) για χρονικό διάστημα 12-36 μηνών.
Οι γυναίκες σε ποσοστό 5% ήταν φορείς ενός γονιδίου (CYP3A7 1C) το οποίο είναι συνήθως ενεργό στα έμβρυα και «σιωπά» λίγο πριν πριν γέννηση. Ωστόσο σε ορισμένες γυναίκες αυτό το γονίδιο εξακολουθούν να κωδικοποιεί το ένζυμο CYP3A7 1C και στην ενήλικο ζωή τους σύμφωνα με τους ερευνητές.
«Αυτό το ένζυμο διασπά τις ορμόνες του αντισυλληπτικού εμφυτεύματος και μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο μιας πιθανής εγκυμοσύνης, ιδιαίτερα όταν λαμβάνεται σε χαμηλές δόσεις» εξηγεί ο επικεφαλής ερευνητής Δρ. Aaron Lazorwitz
Η συγκεκριμένη γονιδιακή μετάλλαξη μπορεί να εντοπιστεί σε πιθανό γενετικό έλεγχο εξηγεί ο Δρ. Lazorwitz.
Η φαρμακογενονική είναι ένας σχετικά νέος κλάδος που εστιάζει στον τρόπο με τον οποίο τα γονίδια επηρεάζουν την ανταπόκριση των ασθενών στα φάρμακα.
Η διαπίστωση των ερευνητών αναιρεί την ευρέως διαδεδομένη προκατάληψη ακόμη και μεταξύ των επαγγελματιών υγείας ότι τυχόν ανεπιθύμητη σύλληψη οφείλεται σε καθαρό λάθος της γυναίκας που δεν λάμβανε τα αντισυλληπτικά με τον ενδεδειγμένο τρόπο.
Ωστόσο ανεξάρτητοι ερευνητές επισημαίνουν ότι τα ευρήματα αυτά δεν πρέπει να αποτρέψουν τις γυναίκες από την λήψη αντισυλληπτικών. Υπολογίζεται ότι μία στις 1,000 γυναίκες θα μείνει έγκυος ενώ ακολουθεί αντισυλληπτική με επίθεμα προγεσταγόνου στη διάρκεια των τριών ετών της δράσης του επιθέματος. Επισημαίνεται δε ότι παρότι το γονιδιακό προφίλ μπορεί να επιδρά στην αποτελεσματικότητα της αντισύλληψης, είμαστε ακόμη μακριά από ένα γενετικό τεστ που θα προβλέπει κατά πόσο κάποιες γυναίκες είναι πιο επιρρεπείς στη διάσπαση των ορμονών του αντισυλληπτικού, κατά συνέπεια και τη μείωση της δράσης του.