Η απρεμιλάστη, μια από του στόματος χορηγούμενη θεραπεία, βελτιώνει σημαντικά τους δείκτες για την ποιότητα ζωής των ασθενών και τους κλινικούς δείκτες αξιολόγησης της νόσου, στη μέτρια κατά πλάκας ψωρίαση, σύμφωνα με στοιχεία από την πλήρη ανάλυση της ελληνικής μελέτης APRAISAL παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά στη διάρκεια του 29ου Συνεδρίου της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Δερματολογίας-Αφροδισιολογίας (29-31 Οκτωβρίου 2020).
Η πλήρης αυτή ανάλυση, συμπεριέλαβε 287 ασθενείς από 22 δερματολογικά κέντρα, που είχαν κατά κανόνα μέτριας βαρύτητας ψωρίαση και έλαβαν 12 μήνες θεραπεία με απρεμιλάστη από του στόματος, 30 mg, δύο φορές την ημέρα.
Η ψωρίαση προσβάλλει περίπου 14 εκατομμύρια ανθρώπους στην Ευρώπη, ενώ στην Ελλάδα υπολογίζεται ότι πάσχουν περίπου 200.000 ασθενείς. Είναι μία χρόνια και συστηματική φλεγμονώδης διαταραχή του δέρματος και είναι ανοσομεσολαβούμενη, το οποίο σημαίνει ότι προκαλείται από μία ανοσολογική αντίδραση στον οργανισμό. Οι βλάβες της ψωρίασης μπορούν συχνά να ανιχνευθούν σε περιοχές κοντά στις αρθρώσεις, όπως οι αγκώνες και τα γόνατα, αλλά μπορούν επίσης να εμφανιστούν και στο τριχωτό της κεφαλής. Η ψωρίαση των ονύχων προσβάλλει έως και το 50% των ατόμων με ψωρίαση και έως και το 90% των ατόμων που πάσχουν από ψωριασική αρθρίτιδα. Έως και το 84% των ατόμων με ψωρίαση παρουσιάζει κνησμό, ενώ περισσότεροι από το ένα τρίτο των ασθενών πρακτικά αναφέρουν τον κνησμό ως τον πλέον σημαντικό επιβαρυντικό παράγοντα της νόσου τους. Το 75% των ατόμων που πάσχουν από ψωρίαση πιστεύει ότι αυτή έχει αρνητικό αντίκτυπο στην ποιότητα ζωής, ενώ το 83% των ασθενών με ψωρίαση καλύπτει ενεργά τα ορατά σημεία της νόσου.
Η μελέτη APRAISAL, στο σύνολό της, αξιολόγησε παραμέτρους αποτελεσματικότητας, ασφάλειας και ποιότητας ζωής για περίοδο 12 μηνών, με τη συμμετοχή 302 ασθενών πανελλαδικά.
Το κύριο καταληκτικό σημείο της μελέτης APRAISAL ήταν η επίτευξη βαθμολογίας ≤5 στο Δερματολογικό Δείκτη Ποιότητας Ζωής, DLQI, στους 6 μήνες θεραπείας με απρεμιλάστη, που αντιστοιχεί σε χαμηλή έως καμία επίδραση της νόσου στην ποιότητα ζωής των ασθενών. Έξι στους δέκα ασθενείς που έλαβαν 6 μήνες θεραπεία με απρεμιλάστη πέτυχαν τον προαναφερθέντα στόχο, ενώ η αναλογία αυξήθηκε σε περίπου επτά στους δέκα στους 12 μήνες.
Επιπλέον, σύμφωνα με τα στοιχεία που προέκυψαν από τη συμπλήρωση ερωτηματολογίων από τους ίδιους τους πάσχοντες, 7 στους 10 ασθενείς αποκόμισαν το μέγιστο δυνατό κλινικό όφελος από τη θεραπεία με απρεμιλάστη, καθώς πέτυχαν βαθμολογία 3 ή 4 στο Δείκτη Patient Benefit Index.
Η απρεμιλάστη οδήγησε σε σημαντική κλινική βελτίωση ως προς τη βαρύτητα της νόσου, την ψωρίαση του τριχωτού της κεφαλής, των ονύχων και των παλαμών-πελμάτων μετά από 12 μήνες θεραπείας, σύμφωνα με την κλινική αξιολόγηση από τον θεράποντα ιατρό. Βελτίωση κατά 75% (PASI75) στη βαθμολογία PASI (ειδικός δείκτης της έκτασης και βαρύτητας της ψωρίασης) μετά από 6 μήνες θεραπείας με απρεμιλάστη πέτυχε το 45,3% των ασθενών, ενώ στους 12 μήνες θεραπείας το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 61%.
Η απρεμιλάστη είναι ένας από του στόματος χορηγούμενος μικρομοριακός αναστολέας της φωσφοδιεστεράσης 4 (PDE4), ενός ενζύμου ειδικού για την κυκλική μονοφωσφορική αδενοσίνη (cAMP). Η αναστολή της PDE4 έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση των επιπέδων της ενδοκυτταρικής cAMP, η οποία πιστεύεται ότι ρυθμίζει εμμέσως την παραγωγή φλεγμονωδών μεσολαβητών.10 Ο συγκεκριμένος μηχανισμός μέσω του οποίου η απρεμιλάστη ασκεί τη θεραπευτική δράση της στους ασθενείς δεν είναι επαρκώς προσδιορισμένος.
Ο Καθηγητής Δερματολογίας-Αφροδισιολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Δρ. Δημήτριος Ιωαννίδης, μέλος της επιστημονικής συντονιστικής επιτροπής της μελέτης APRAISAL ανέφερε σχετικά: «Η μελέτη κατέδειξε τη σημαντική βελτίωση της ποιότητας ζωής που σχετίζεται με την ψωρίαση στην πλειοψηφία των ασθενών, καθώς και τη σημαντική βελτίωση των δερματικών βλαβών. Υψηλή αποτελεσματικότητα καταγράφηκε, επίσης, σε επιμέρους δείκτες αξιολόγησης ειδικών μορφών της νόσου, όπως στην ψωρίαση ονύχων, τριχωτού κεφαλής, παλαμών-πελμάτων, αλλά και στις αξιολογήσεις των ίδιων των ασθενών ως προς το θεραπευτικό όφελος που έλαβαν από τη θεραπεία με απρεμιλάστη. Η μελέτη APRAISAL επιβεβαιώνει, τέλος, τα αποτελέσματα προηγούμενων κλινικών μελετών αναφορικά με το υψηλό προφίλ ασφάλειας της θεραπείας. Η διεξαγωγή μελετών σε συνθήκες καθημερινής κλινικής πρακτικής, όπως η APRAISAL, είναι σημαντική καθώς μας δίνεται η δυνατότητα να αξιολογήσουμε τη συγκεκριμένη θεραπεία στους ασθενείς της χώρας μας».
Αναφορικά με τις εντοπίσεις και τα συμπτώματα της ψωρίασης που επιβαρύνουν ιδιαίτερα τον ασθενή, 70,8% των ασθενών με σοβαρή ως πολύ σοβαρή ψωρίαση τριχωτού κεφαλής [βαθμολογία ≥3 στη Σφαιρική Αξιολόγηση του Τριχωτού της Κεφαλής από τον Ιατρό (ScPGA)] και 72,7% των ασθενών με σοβαρή ως πολύ σοβαρή παλαμοπελματιαία ψωρίαση [βαθμολογία ≥3 στη Σφαιρική Αξιολόγηση της Παλαμοπελματιαίας Ψωρίασης από τον Ιατρό (PPPGA)] πέτυχαν βαθμολογία 0 (καθαρό) ή 1 (σχεδόν καθαρό) στην αντίστοιχη κλίμακα, στους 12 μήνες θεραπείας. Τα δεδομένα κατέδειξαν επίσης ότι, το 64,7% και 80% των ασθενών επέδειξε σημαντική βελτίωση της ψωρίασης ονύχων στους έξι και δώδεκα μήνες αντίστοιχα, όπως εκφράστηκε με τη βελτίωση στις βαθμολογίες του Δείκτη Βαρύτητας Ψωρίασης Ονύχων (NAPSI50).
Περισσότεροι από οκτώ στους δέκα ασθενείς (84,3%) παρέμειναν στη θεραπεία με απρεμιλάστη για 12 μήνες, ενδεχομένως παρέχοντας περαιτέρω γνώση ως προς την αποτελεσματικότητα και την ικανοποίηση των ασθενών από τη θεραπεία με απρεμιλάστη, που πηγάζει τόσο από τα κλινικά δεδομένα όσο και από την εκτίμηση του θεραπευτικού οφέλους από τους ίδιους τους ασθενείς.
Η μελέτη APRAISAL εμπλουτίζει τα παγκόσμια δεδομένα της καθημερινής κλινικής πρακτικής για την απρεμιλάστη, που είναι συνεπή με τα στοιχεία για την αποτελεσματικότητα και την ασφάλειά της, όπως αυτά είχαν καταδειχθεί στις εγκριτικές της μελέτες. Ειδικότερα, η ασφάλεια της απρεμιλάστης, όπως αξιολογήθηκε μέσα από τη συγκεκριμένη μελέτη, συνάδει με το ήδη γνωστό προφίλ ασφάλειας του φαρμάκου. Η συνολική επίπτωση ανεπιθύμητων ενεργειών στους 12 μήνες θεραπείας με απρεμιλάστη ήταν παρόμοια με αυτή που έχει καταγραφεί σε προηγούμενες κλινικές μελέτες. Η πιο συχνή ανεπιθύμητη ενέργεια ήταν η απώλεια βάρους (4,2%). Πονοκέφαλος και διάρροια αναφέρθηκαν από 3,1% των ασθενών.
Η απρεμιλάστη, ως μονοθεραπεία ή σε συνδυασμό με Τροποποιητικά της Νόσου Αντιρρευματικά Φάρμακα (DMARDs), ενδείκνυται για τη θεραπεία της ενεργού ψωριασικής αρθρίτιδας (ΨΑ) σε ενήλικες ασθενείς οι οποίοι είχαν ανεπαρκή ανταπόκριση ή εμφάνισαν μη ανοχή σε προηγούμενη θεραπεία με DMARD. Ενδείκνυται για τη θεραπεία της μέτριας έως σοβαρής χρόνιας κατά πλάκας ψωρίασης σε ενήλικες ασθενείς οι οποίοι δεν ανταποκρίθηκαν, ή έχουν κάποια αντένδειξη, ή εμφάνισαν μη ανοχή σε άλλη συστημική θεραπεία, συμπεριλαμβανομένης της κυκλοσπορίνης, της μεθοτρεξάτης ή του ψωραλενίου και της υπεριώδους ακτινοβολίας Α (PUVA). Η απρεμιλάστη ενδείκνυται για τη θεραπεία των στοματικών ελκών που σχετίζονται με τη νόσο Behçet (BD) σε ενήλικες ασθενείς οι οποίοι είναι υποψήφιοι για συστηματική θεραπεία. Αντενδείκνυται σε ασθενείς με υπερευαισθησία στη δραστική ουσία ή σε κάποιο από τα έκδοχα αυτού του σκευάσματος. Η απρεμιλάστη αντενδείκνυται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.