Υπό το φως της παύσης των κλινικών δοκιμών του εμβολίου που αναπτύσσουν το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και η φαρμακευτική εταιρεία AstraZeneca λόγω «ανεξήγητης ασθένειας» εθελόντριας του προγράμματος της φάσης ΙΙΙ, ερευνητές Πανεπιστημίου της Αυστραλίας παραθέτουν στο The Conversation πέντε παράγοντες που μπορεί να επηρεάζουν την ανοσοαπόκριση κάθε ατόμου σε μελλοντικό εμβολιασμό έναντι της COVID-19.
Προκειμένου ένα εμβόλιο να είναι αποτελεσματικό θα πρέπει να προκαλεί επαρκή ανοσοαπόκριση έναντι του SARS-CoV-2 μέσω της παραγωγής αντισωμάτων για την εξουδετέρωση του ιού, και να βοηθήσει επίσης πιθανώς το ανοσοποιητικό σύστημα να τον απομνημονεύσει και να μπορέσει να αντιδράσει γρήγορα στη λοίμωξη.
Ο Menno van Zelm, αναπληρωτής καθηγητής Ανοσολογίας στο Πανεπιστήμιο Monash της Αυστραλίας και ο Paul Gill , μεταδιδακτορικός ερευνητής Γαστρεντερολογίας και Ανοσολογίας στο ίδιο πανεπιστήμιο, επισημαίνουν πως γνωρίζουμε από την ανάπτυξη εμβολίων έναντι άλλων ιών κατά το παρελθόν ότι η ανοσολογική απόκριση των ανθρώπων μπορεί να ποικίλει.
Και αναφέρονται σε ορισμένους από τους ανοσολογικούς παράγοντες που δύναται να καθορίσουν την αποτελεσματικότητα.
Τύπος εμβολίου
Πολλά υποψήφια εμβόλια για τη νόσο COVID-19 περιέχουν τμήματα της πρωτεΐνης-ακίδας του SARS-CoV-2 ώστε να προκαλέσουν επαρκή ανοσοαπόκριση. Ωστόσο, υπάρχουν πολλοί διαφορετικοί τρόποι χορήγησης αυτών των πρωτεϊνών στον οργανισμό και ορισμένοι μπορεί να είναι πιο αποτελεσματικοί από άλλους στη διέγερση του ανοσοποιητικού συστήματος.
Ενδεικτικά, το εμβόλιο της Οξφόρδης συνδυάζει την πρωτεΐνη-ακίδα με έναν άλλο ιό για να μιμηθεί τη δράση του SARS-CoV-2. Εν τω μεταξύ, το υποψήφιο εμβόλιο που αναπτύχθηκε από το Πανεπιστήμιο του Κουίνσλαντ περιέχει την πρωτεΐνη-ακίδα συνδυασμένη με άλλον ανοσοενισχυτικό παράγοντα για να διεγείρει το ανοσοποιητικό σύστημα.
Ορισμένοι άνθρωποι πιθανότατα θα χρειαστούν ενισχυτική δόση για να εξασφαλίσουν ανοσία μεγαλύτερης διάρκειας. Μπορεί, επίσης, να δούμε ορισμένα εμβόλια να χορηγούνται ως ρινικό σπρέι, κάτι που ενδέχεται να προκαλέσει μία πιο αποτελεσματική ανοσοαπόκριση έναντι της COVID-19 στο ανώτερο αναπνευστικό σύστημα.
Προγενέστερες λοιμώξεις
Προηγούμενες λοιμώξεις μπορεί να κατευθύνουν το ανοσοποιητικό σύστημα να ανταποκριθεί διαφορετικά στον εμβολιασμό.
Για παράδειγμα, ο ιός SARS-CoV-2 ανήκει σε μεγάλη οικογένεια κορωνοϊών που προσβάλλουν τον άνθρωπο, τέσσερις εκ των οποίων ευθύνονται για κοινά κρυολογήματα. Η έκθεση σε αυτούς τους κορωνοϊούς του κοινού κρυολογήματος και η ανάπτυξη ανοσοκυττάρων μνήμης μπορεί να συνεπάγεται ισχυρότερη ή ταχύτερη απόκριση σε εμβόλιο για την COVID-19.
Ορισμένοι άνθρωποι έχουν αδύναμη ανοσοαπόκριση σε υποψήφια εμβόλια. Τα άτομα αυτό μπορεί να έχουν υπάρχουσα ανοσία στον αδενοϊό που χρησιμοποιείται σε ορισμένα εμβόλια για τη χορήγηση της πρωτεΐνης-ακίδα του SARS-CoV-2. Η ανοσοαπόκριση προκαλείται, δηλαδή, σε λάθος σκέλος του εμβολίου και όχι στο χαρακτηριστικό τμήμα του ιού (πρωτεΐνη-ακίδα).
Τα γονίδια
Τα γονίδια διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη ρύθμιση του ανοσοποιητικού συστήματος.
Οι ερευνητές έχουν ήδη καταγράψει διαφορές που εδράζονται εν μέρει στα γονίδια κατά την ανοσολογική απόκριση ανδρών και γυναικών στο εμβόλιο της γρίπης. Έχουν επίσης παρατηρήσει διαφορές μεταξύ ανδρών και γυναικών στην ανοσοαπόκριση έναντι της COVID-19.
Συνεπώς, μεγαλύτερες κλινικές δοκιμές θα συμβάλλουν στο να γίνει κατανοητό εάν οι άνδρες και οι γυναίκες μπορεί να ανταποκρίνονται διαφορετικά σε ένα εμβόλιο κατά της COVID-19. Άτομα με κληρονομικές ανοσολογικές ανεπάρκειες μπορεί επίσης να μην μπορούν να δημιουργήσουν ανοσοαπόκριση.
Η ηλικία
Το ανοσοποιητικό σύστημα αλλάζει κατά τη διάρκεια της ζωής μας, γεγονός το οποίο επηρεάζει τη δυνατότητα επαρκούς ανοσοαπόκρισης.
Τα ανοσοποιητικό σύστημα βρεφών και παιδιών είναι υπό ανάπτυξη, κατ’ επέκταση η ανοσολογική τους απόκριση μπορεί να διαφέρει από εκείνη των ενηλίκων. Ορισμένα εμβόλια COVID-19 μπορεί να είναι πιο αποτελεσματικά για τα παιδιά ή να συνιστώνται γι’ αυτά, όπως παρατηρείται με το εμβόλιο γρίπης.
Καθώς μεγαλώνουμε, οι αλλαγές στο ανοσοποιητικό σύστημα σημαίνουν ότι δεν μπορούμε να διατηρήσουμε αποτελεσματικά μακροχρόνια ανοσία· είμαστε λιγότερο ικανοί να παράγουμε νέα αντισώματα για να αποκρούσουμε λοιμώξεις. Είναι ήδη γνωστό πως η ηλικιωμένοι είναι λιγότερο πιθανό να επιτύχουν ανοσοαπόκριση με το εμβόλιο της γρίπης.
Κατ’ επέκταση απαιτούνται δεδομένα από μεγάλες κλινικές δοκιμές για να επαληθευτεί εάν τα εμβόλια για την COVID-19 θα είναι αποτελεσματικά σε παιδιά και ηλικιωμένους.
Τρόπος ζωής
Η διατροφή, η άσκηση, το άγχος και το κάπνισμα επηρεάζουν την ανοσολογική απόκριση στον εμβολιασμό, συνεπώς θα πρέπει να φροντίζουμε το ανοσοποιητικό μας σύστημα με έναν κατά το δυνατόν υγιεινό τρόπο ζωής.
Προβάλλει, επίσης, μία υπόθεση ότι το εντερικό μικροβίωμα μπορεί να επηρεάσει την ανοσοαπόκριση στον εμβολιασμό. Ωστόσο, απαιτείται περαιτέρω έρευνα για να διαπιστωθεί εάν αυτό μπορεί να συμβεί κατά τον εμβολιασμό για τη νόσο COVID-19.
Διαβάστε επίσης
Κορωνοϊός: Τι «κερδίζει» το ανοσοποιητικό σύστημα όσων έχουν περάσει κοινό κρυολόγημα
Κορωνοϊός: «Διπλό χτύπημα» από το εμβόλιο της Οξφόρδης
Κορωνοϊός: Πέντε αποτελεσματικοί τρόποι να θωρακίσετε το ανοσοποιητικό σας