Την ίδια στιγμή που η ακεταμινοφαίνη, αναλγητικό γνωστό ως παρακεταμόλη στην Ευρώπη, βοηθά να αντιμετωπίσουμε τον πονοκέφαλο, μπορεί επίσης να μας κάνει πιο ριψοκίνδυνους, σύμφωνα με τα ευρήματα μελέτης του Πανεπιστημίου του Οχάιο στις Ηνωμένες Πολιτείες που δημοσιεύονται στο Social Cognitive and Affective Neuroscience.
Άτομα που πήραν 1000 mg παρακεταμόλης (τη συνιστώμενη δόσολογία για τον πονοκέφαλο) αξιολόγησαν ως μικρότερο το ρίσκο δραστηριοτήτων όπως το bungee jumping ή του να πρέπει να εκφράσουν την άποψή τους για ένα αντιδημοφιλές ζήτημα στη διάρκεια σύσκεψης στο γραφείο, συγκριτικά με ομάδα ελέγχου που έλαβε στο πλαίσιο της μελέτης εικονικό φάρμακο (placebo).
Η λήψη παρακεταμόλης φέρεται να έκανε επίσης πιο ριψοκίνδυνους τους συμμετέχοντες σε ένα δεύτερο πείραμα, στο πλαίσιο του οποίου θα ανταμείβονταν εάν φούσκωναν με κάθε «κλικ» ένα μπαλόνι στον υπολογιστή: Μερικές φορές το παράκαναν και το μπαλόνι έσκαγε.
«Η ακεταμινοφαίνη φαίνεται να κάνει τους ανθρώπους να νιώθουν λιγότερο αρνητικά συναισθήματα όταν σκέφτονται επικίνδυνες δραστηριότητες. Απλά δεν αισθάνονται τόσο φοβισμένοι» δηλώνει ο Baldwin Way, συν-συγγραφέας της μελέτης και αναπληρωτής καθηγητής Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Οχάιο.
Ο ίδιος επισημαίνει ειδικά για τις Ηνωμένες Πολιτείες ότι «με σχεδόν το 25% του πληθυσμού να λαμβάνει ακεταμινοφαίνη κάθε εβδομάδα, η μειωμένη αντίληψη κινδύνου και η αυξημένη ανάληψη ρίσκου θα μπορούσαν να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στην κοινωνία».
Από προγενέστερες σχετικές μελέτες του ιδίου και των συναδέλφων του στο Πανεπιστήμιο του Οχάιο έχει προκύψει ότι η παρακεταμόλη, η οποία υπάρχει ως δραστική ουσία σε περισσότερα από 600 σκευάσματα, μπορεί να μειώσει τα θετικά και αρνητικά συναισθήματα, όπως το να νιώθουμε πληγωμένοι, την αγωνία για τον πόνο που βιώνει κάποιος άλλος, ακόμη και τη χαρά τη δική μας.
Συγκεκριμένα, στο νέο πείραμα 189 φοιτητές πήραν είτε 1.000 mg ακεταμινοφαίνης, είτε εικονικό φάρμακο. Αφού περίμεναν να επιδράσει η δραστική ουσία, κλήθηκαν να αξιολογήσουν σε κλίμακα από το 1 έως 7 πόσο επικίνδυνες θεωρούσαν ότι θα ήταν ορισμένες δραστηριότητες.
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι εκείνοι που είχαν την επίδραση της παρακεταμόλης αξιολόγησαν ενδεικτικά το bungee jumping, το να επιστρέψουν μόνοι τη νύχτα στο σπίτι σε μη ασφαλή περιοχή της πόλης, να ξεκινήσουν νέα καριέρα κοντά στα 40 τους χρόνια ή να κάνουν skydiving ως λιγότερο επισφαλείς κινήσεις συγκριτικά με εκείνους που πήραν το εικονικό φάρμακο.
Η επίδραση της παρακεταμόλης στην ανάληψη ρίσκου εξετάστηκε και σε άλλες τρεις μελέτες, στις οποίες έλαβαν μέρος συνολικά 545 προπτυχιακοί φοιτητές. Συμμετείχαν σε μία δοκιμή που αναπτύχθηκε το 2002 και χρησιμοποιείται συχνά από ερευνητές για τη μέτρηση της συμπεριφοράς ανάληψης ρίσκου.
Από άλλους ερευνητές έχει προκύψει ότι η ανάληψη μεγαλύτερου ρίσκου εκ μέρους των συμμετεχόντων στο συγκεκριμένο αυτό πείραμα είναι προγνωστικός δείκτης ριψοκίνδυνης συμπεριφοράς και εκτός του πλαισίου της μελέτης, όπως η υπερκατανάλωση αλκοόλ, χρήση ναρκωτικών ουσιών, οδήγηση χωρίς ζώνη ασφαλείας και κλοπή.
Στο νέο πείραμα υπό τον Baldwin Way, οι μετέχοντες πατούν ένα πλήκτρο για να φουσκώσουν ένα μπαλόνι στην οθόνη του υπολογιστή τους. Κάθε φορά που το διογκώνουν λαμβάνουν εικονικά χρήματα. Μπορούν να σταματήσουν ανά πάσα στιγμή, να προσθέσουν τα χρήματα στην «τράπεζά» τους και να προχωρήσουν στο επόμενο μπαλόνι. Στη μέση όμως μπαίνει το ρίσκο.
Με κάθε πάτημα του πλήκτρου το μπαλόνι γίνεται ολοένα και μεγαλύτερο στην οθόνη του υπολογιστή και κερδίζεις περισσότερα χρήματα. Υπάρχει όμως κίνδυνος να σκάσει και εκεί, σύμφωνα με τον καθηγητή Ψυχολογίας, έρχεται το ερώτημα εάν θα συνεχίσει ο συμμετέχων να το φουσκώνει για να αποκτήσει περισσότερα χρήματα ρισκάροντας να χάσει και όσα έχει συγκεντρώσει.
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι όσοι είχαν λάβει παρακεταμόλη πάτησαν περισσότερα «κλικ», συγκριτικά με την ομάδα του εικονικού φαρμάκου, και κατά συνέπεια περισσότερα μπαλόνια έσκασαν.
«Χρειαζόμαστε πραγματικά περισσότερη έρευνα σχετικά με τις επιδράσεις της ακεταμινοφαίνης και άλλων φαρμάκων χωρίς ιατρική συνταγή στις επιλογές και τα ρίσκα που λαμβάνουμε» επισημαίνει ο καθηγητής του Πανεπιστημίου του Οχάιο.