Ένα πρώιμο τεστ αίματος μπορεί να ανιχνεύσει ποια μωρά που υφίστανται υποξία (ανεπαρκή οξυγόνωση) κατά τη γέννησή τους διατρέχουν κίνδυνο σοβαρών νευροδιαταραχών, όπως εγκεφαλική παράλυση και επιληψία.
Το πρωτότυπο τεστ, που δημιουργήθηκε υπό την καθοδήγηση ερευνητών από το Imperial College του Λονδίνου, εντοπίζει συγκεκριμένα γονίδια που έχουν ενεργοποιηθεί και απενεργοποιηθεί και τα οποία συνδέονται με μακροχρόνια νευρολογικά προβλήματα.
Η έρευνα, που δημοσιεύθηκε στο Scientific Reports, πραγματοποιήθηκε σε νοσοκομεία της Ινδίας, όπου καταγράφονται σχεδόν 0,5-1 εκατομμύρια περιστατικά έλλειψης οξυγόνου κατά τη γέννηση κάθε χρόνο. Όταν συμβαίνει κάτι τέτοιο, η εγκεφαλική βλάβη αναπτύσσεται από μερικές ώρες έως και μήνες, επηρεάζοντας διαφορετικές περιοχές του εγκεφάλου, με αποτέλεσμα μια ποικιλία πιθανών νευρολογικών διαταραχών, όπως η εγκεφαλική παράλυση, η επιληψία, ή η απώλεια ακοής και όρασης.
Αυτό καθιστά δύσκολο τον προσδιορισμό των παιδιών που διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο επιπλοκών και τον σχεδιασμό παρεμβάσεων για την πρόληψη χειρότερων αποτελεσμάτων.
Τώρα, λοιπόν, στην προκαταρκτική αυτή μελέτη 45 βρεφών που βίωσαν στέρηση οξυγόνου κατά τη γέννησή τους, οι ερευνητές εντόπισαν αλλαγές σε μια σειρά γονιδίων στο αίμα τους, οι οποίες θα μπορούσαν να υποδείξουν εκείνα που θα αναπτύξουν νευρολογικές διαταραχές.
Οι επιστήμονες έλαβαν δείγματα αίματος από το μωρά έξι ώρα μετά τη γέννηση και τα παρακολούθησαν έως 18 μήνες μετά για να δουν ποια ανέπτυξαν νευρολογικές διαταραχές.
Συγκεκριμένα, εξέτασαν το αίμα για να προσδιορίσουν τυχόν αλλαγές στη γονιδιακή έκφραση -την ενεργοποίηση ή απενεργοποίηση των γονιδίων- ανάμεσα στα βρέφη που ανέπτυξαν νευρολογικές διαταραχές και στα υγιή.
Η ομάδα βρήκε 855 γονίδια που εκφράζονταν διαφορετικά ανάμεσα στις δύο ομάδες, με δύο από αυτά να φέρουν τις πιο σημαντικές διαφορές.
Εξετάζοντας αυτά τα δύο γονίδια και τις διαδικασίες που προκαλούσε η έκφρασή τους μέσα στα κύτταρα, οι επιστήμονες οδηγήθηκαν σε καλύτερη κατανόηση των αιτίων των διαταραχών που προκαλούνται από τη στέρηση οξυγόνου και ενδεχομένως πώς να διαταράξουν αυτές τις διαδικασίες, για να βελτιώσουν τα αποτελέσματα.
«Τα αποτελέσματα από αυτά τα τεστ αίματος θα μας επιτρέψουν να αποκτήσουμε περισσότερες γνώσεις σχετικά με τους μηχανισμούς των ασθενειών που είναι υπεύθυνες για τις εγκεφαλικές βλάβες και να αναπτύξουμε νέες θεραπευτικές παρεμβάσεις ή να βελτιώσουμε τις ήδη υπάρχουσες», σημειώνει σε σχόλιό του ο επικεφαλής συγγραφέας, καθηγητής Sudhin Tjayyil.
Διαβάστε επίσης
Επιληπτικές Κρίσεις: Το λουλούδι που βοηθά στην αντιμετώπισή τους
Εξωσωματική Γονιμοποίηση: Η κίνηση – κλειδί για τη γέννηση υγιών μωρών
Επιληψία: Ένοχες η ατμοσφαιρική ρύπανση και η ηχορύπανση