Έναν νέο παράγοντα που αυξάνει τον κίνδυνο μόλυνσης από τον κορωνοϊό SARS-CoV-2 ανέδειξε πρόσφατη έρευνα. Πρόκειται για αντιόξινα φάρμακα με τις δραστικές ουσίες ομεπραζόλη και εσομεπραζόλη, τα οποία χρησιμοποιούνται για την καταπολέμηση της καούρας.
Η έρευνα, στην οποία συμπεριλήφθησαν στοιχεία από 53.000 Αμερικανούς με ιστορικό παλινδρόμησης οξέων του στομάχου, καούρας ή γαστροοισοφαγικής παλινδρόμησης, διαπίστωσε πως, από τον μεγάλο αριθμό των ασθενών που λάμβαναν αναστολείς της αντλίας πρωτονίων (proton pump inhibitors –PPIs) για να μειώσουν την οξύτητα στο περιβάλλον του στομάχου, το 6% βρέθηκε θετικό σε τεστ για τον νέο κορωνοϊό. Τα ευρήματα δημοσιεύτηκαν στο The American Journal of Gastroenterology.
Η επίπτωση των φαρμάκων στην ευαλωτότητα απέναντι στον SARS-CoV-2 έδειξε να αυξάνει αναλογικά: διπλάσιος κίνδυνος για όσους λάμβαναν PPIs μία φορά την ημέρα, τετραπλάσιος για όσους τα λάμβαναν δις.
Ο Δρ. Christopher Almario, Επίκουρος Καθηγητής Ιατρικής στο Ιατρικό Κέντρο Cedars-Sinai στο Λος Άντζελες και επικεφαλής της έρευνας έδωσε μια εξήγηση σχετικά με τη δράση των PPIs στην καταστολή της μίας βασικής λειτουργίας του στομάχου, να εξουδετερώνει δηλαδή με το γαστρικό υγρό παθογόνα βακτήρια και ιούς, όπως ο κορωνοϊός. Άλλωστε, είναι αποδεδειγμένη επιστημονικά η σύνδεση του λιγότερου δραστήριου στομάχου εξαιτίας PPIs με μολύνσεις στο γαστρεντερικό, διάρροια και δηλητηριάσεις.
Ανάμεσα στα πολλά επιστημονικά δεδομένα που προέκυψαν από τη μελέτη του ιού της συγκαιρινής πανδημίας, μία ανακάλυψη ήταν η παρουσία του ιού στο σάλιο ασθενών, το οποίο με την κατάποση φτάνει στο στομάχι. Ωστόσο, παρά τη σύνδεση της κατεσταλμένης από τα PPIs δράσης του στομάχου με την μόλυνση από κορωνοϊό, η ερευνητική ομάδα δεν μπόρεσε να διαπιστώσει κάποια αιτιώδη σχέση.
Αξιοσημείωτη ήταν μια άλλη ανακάλυψη της ερευνητικής ομάδας, ότι δεν παρατηρήθηκε υψηλότερος κίνδυνος μόλυνσης σε ασθενείς που λάμβαναν άλλου τύπου φάρμακα για τις καούρες, τους ανταγωνιστές του υποδοχέα της ισταμίνης-2 (H2 ανταγωνιστές – H2RA). Επρόκειτο για φάρμακα με τις δραστικές ουσίες σιμετιδίνη, φαμοτιδίνη και νιζατιδίνη, τα οποία καταστέλλουν σε μικρότερο βαθμό τη δράση των οξέων και επ’ αυτώ χορηγούνται για ήπια συμπτώματα παλινδρόμησης.
Τα πρόσφατα ευρήματα δεν αποτελούν επ’ ουδενί σύσταση για διακοπή θεραπευτικών αγωγών με PPIs προς προφύλαξη μιας πιθανής μόλυνσης, διευκρίνισαν οι ερευνητές, ούτε και την αντικατάστασή τους με H2 ανταγωνιστές, εφόσον η βαρύτητα της κατάστασής τους δεν επιδέχεται μιας ηπιότερης φαρμακευτικής αγωγής. «Η σίγουρη προστασία από τον κορωνοϊό εξασφαλίζεται από την τήρηση των μέτρων που έχουν συσταθεί από τους επίσημους φορείς υγείας»
Εντούτοις, οι ασθενείς με παλινδρόμηση θα έπρεπε να περιορίσουν τη λήψη των επιβαρυντικών για τη στομαχική υγεία φαρμάκων στη μία φορά την ημέρα ή στο ελάχιστο δυνατό, εφόσον το επιτρέπει η κατάστασή τους και συναινεί ο θεράπων ιατρός τους.