Η μοναξιά, ιδίως αν κρατά για καιρό, αυξάνει την πιθανότητα να καπνίζει κανείς, αλλά και τη δυσκολία να το κόψει, σύμφωνα με μια νέα βρετανική επιστημονική μελέτη. Αρκετές μελέτες στο παρελθόν έχουν συσχετίσει τη μοναξιά με το κάπνισμα, αλλά είχε έως τώρα αποδειχθεί δύσκολο να βγει οριστικό συμπέρασμα κατά πόσο μόνο η μοναξιά οδηγεί στο κάπνισμα ή συμβαίνει και το αντίστροφο. Η νέα μελέτη τάσσεται σαφώς υπέρ της πρώτης εκδοχής.
Οι ερευνητές του Πανεπιστημίου του Μπρίστολ, με επικεφαλής τη δρα Ρόμπιν Γούτον, που ανέλυσαν στοιχεία (γενετικά και συμπεριφοράς) για εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους και έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό για θέματα εθιστικών ουσιών «Addiction», βρήκαν ότι η μοναξιά οδηγεί σαφώς σε αυξημένο κάπνισμα.
Οι μοναχικοί άνθρωποι είναι πιθανότερο να αρχίσουν το τσιγάρο, να καπνίζουν περισσότερα τσιγάρα μέσα στη μέρα, καθώς επίσης να δυσκολεύονται περισσότερο να κόψουν το κάπνισμα. Αντίθετα, δεν φαίνεται να έχει βάση ότι όταν κανείς αρχίζει το τσιγάρο, αυξάνεται η μοναξιά του.
Το κάπνισμα αποτελεί παγκοσμίως την κυριότερη αιτία πρόωρου θανάτου, που θα μπορούσε να αποφευχθεί. Η μελέτη δείχνει ότι όσοι υποφέρουν από μοναξιά, χρειάζονται πρόσθετη υποστήριξη για να κόψουν το τσιγάρο και έτσι να βελτιώσουν την υγεία τους.
Η μελέτη δεν βρήκε ανάλογη ξεκάθαρη σχέση μεταξύ μοναξιάς και χρήσης αλκοόλ, όπως με το τσιγάρο. Αυτό οφείλεται εν μέρει στο ότι ορισμένοι άνθρωποι πίνουν λιγότερο όταν είναι μόνοι, ενώ άλλοι πίνουν περισσότερο.
Σημειωτέον ότι -αντίθετα με την κοινωνική απομόνωση που έχει αντικειμενικά χαρακτηριστικά- η μοναξιά είναι κυρίως ένα υποκειμενικό συναίσθημα, καθώς μπορεί κανείς να τη νιώθει ακόμη κι αν περιβάλλεται από ανθρώπους. Η πανδημία συνέβαλε, σύμφωνα με τους επιστήμονες, ώστε περισσότεροι άνθρωποι σε όλο τον κόσμο να βιώσουν τόσο μεγαλύτερη απομόνωση όσο και μοναξιά. Το κατά πόσο αυτό, μεταξύ άλλων, οδήγησε και σε αυξημένη χρήση ουσιών (νικοτίνης, αλκοόλ κ.α.), θα φανεί στην πορεία.