Ανακοινώθηκαν σήμερα συνοπτικά δεδομένα για μία πιλοτική, ανοικτή μελέτη μονού σκέλους για το cemiplimab, τον αναστολέα της πρωτεΐνης προγραμματισμένου κυτταρικού θανάτου (PD-1), σε ασθενείς με προχωρημένο βασικοκυτταρικό καρκίνωμα, οι οποίοι είχαν εμφανίσει εξέλιξη της νόσου ή ανοχή σε προηγούμενη θεραπεία με έναν αναστολέα του σηματοδοτικού μονοπατιού Hedgehog (HHI).
Το cemiplimab έδειξε κλινικά σημαντική και ανθεκτική στον χρόνο ανταπόκριση στη συγκεκριμένη ομάδα ασθενών για τους οποίους δεν υπάρχουν εγκεκριμένες θεραπείες.
Το βασικοκυτταρικό καρκίνωμα είναι ένας τύπος καρκίνου του δέρματος και αποτελεί την πιο συνηθισμένη μορφή καρκίνου παγκοσμίως, με περίπου δύο εκατομμύρια νεοδιαγνωσθέντα περιστατικά κάθε χρόνο μόνο στις ΗΠΑ. Αν και η πλειονότητα των περιστατικών βασικοκυτταρικού καρκινώματος διαγιγνώσκονται έγκαιρα και θεραπεύονται με χειρουργική επέμβαση ή ακτινοθεραπεία, ένα μικρό ποσοστό των όγκων είναι δυνατό να εξελιχθούν και να διεισδύσουν βαθύτερα στους παρακείμενους ιστούς (τοπικά προχωρημένη νόσος), με αποτέλεσμα να είναι πιο δύσκολο να αντιμετωπιστούν. Περίπου 20.000 ασθενείς στις ΗΠΑ πάσχουν από προχωρημένο βασικοκυτταρικό καρκίνωμα και υπολογίζεται ότι περίπου 3.000 πεθαίνουν κάθε χρόνο. Το βασικοκυτταρικό καρκίνωμα αποτελεί το δεύτερο μη μελανωματικό καρκίνο του δέρματος, για τον οποίο το cemiplimab έχει δείξει πρώτο στην κατηγορία του δεδομένα. Η αρχική έγκριση του cemiplimab που αφορά στο προχωρημένο πλακώδες καρκίνωμα του δέρματος (CSCC) είναι διαθέσιμη από το 2018 στις ΗΠΑ και από το 2019 στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Στην υπό εξέλιξη παγκόσμια μελέτη Φάσης 2, οι ασθενείς λάμβαναν cemiplimab 350 mg ενδοφλεβίως κάθε τρεις εβδομάδες για χρονικό διάστημα έως 93 εβδομάδων ή μέχρι να καταγραφεί εξέλιξη της νόσου, μη αποδεκτή τοξικότητα, ανάκληση συγκατάθεσης ή επιβεβαιωμένη πλήρης ανταπόκριση. Το ποσοστό αντικειμενικής ανταπόκρισης (ORR) είναι το πρωτεύον καταληκτικό σημείο και τα βασικά δευτερεύοντα καταληκτικά σημεία συμπεριλαμβάνουν τη συνολική επιβίωση, την επιβίωση χωρίς εξέλιξη της νόσου, τη διάρκεια ανταπόκρισης, την ασφάλεια και την ποιότητα ζωής.
Το ποσοστό αντικειμενικής ανταπόκρισης (ORR) για τους ασθενείς (n=84) με τοπικά προχωρημένη νόσο ήταν 29% (95% CI: 19%-40%), με την εκτιμώμενη διάρκεια ανταπόκρισης (DOR) να ξεπερνά το ένα έτος στο 85% των ασθενών που εμφάνισαν ανταπόκριση. Το ανθεκτικό στον χρόνο ποσοστό ελέγχου της νόσου (DCR — ανταπόκριση ή σταθερή νόσος για χρονικό διάστημα τουλάχιστον 6 μηνών) ήταν 60% (95% Διάστημα Εμπιστοσύνης [CI]: 48%-70%). Σε μία προκαταρκτική ανάλυση των ασθενών (n=28) με μεταστατική νόσο, το ποσοστό αντικειμενικής ανταπόκρισης (ORR) ήταν 21% (95% CI: 8%-41%), με την εκτιμώμενη διάρκεια ανταπόκρισης (DOR) να ξεπερνά το ένα έτος στο 83% των ασθενών που εμφάνισαν ανταπόκριση. Το ανθεκτικό στον χρόνο ποσοστό ελέγχου της νόσου ήταν 46% (95% CI: 28%-66%). Όλα τα δεδομένα εκτιμήθηκαν καλύτερα βάσει ανεξάρτητης κεντρικής αξιολόγησης. Τα δεδομένα αναμένεται να συνεχίσουν να εξελίσσονται με την περαιτέρω παρακολούθηση και των δύο ομάδων ασθενών.
Δεν παρατηρήθηκαν νέα συμβάντα ασφάλειας στη συγκεκριμένη μελέτη. Στους 132 ασθενείς που αξιολογήθηκαν για ασφάλεια (84 με τοπικά προχωρημένη νόσο και 48 με μεταστατική νόσο), το 95% των ασθενών εμφάνισε μία ανεπιθύμητη ενέργεια (AE), το 32% εμφάνισε μία σοβαρή ανεπιθύμητη ενέργεια και το 13% διέκοψε τη θεραπεία λόγω ανεπιθύμητης ενέργειας. Καταγράφηκαν 10 θάνατοι στην ομάδα των ασθενών με τοπικά προχωρημένη νόσο και εννέα θάνατοι στην ομάδα με μεταστατική νόσο. Κανένας από τους θανάτους δεν θεωρήθηκε ότι σχετιζόταν με τη θεραπεία.
Το cemiplimab είναι ένα πλήρως ανθρώπινο μονοκλωνικό αντίσωμα που στοχεύει τον υποδοχέα ανοσολογικών σημείων ελέγχου της πρωτεΐνης προγραμματισμένου κυτταρικού θανάτου (PD-1) στην επιφάνεια των T-κυττάρων. Μέσω της πρόσδεσής του στην PD-1, το cemiplimab έχει δείξει ότι δεν επιτρέπει στα καρκινικά κύτταρα να χρησιμοποιούν το μονοπάτι σηματοδότησης της PD-1 για την καταστολή της ενεργοποίησης των T-κυττάρων.
Το cemiplimab είναι η πρώτη και μοναδική εγκεκριμένη ανοσοθεραπεία στις ΗΠΑ, στην Ευρωπαϊκή Ένωση και σε άλλες χώρες για ενήλικες με μεταστατικό πλακώδες καρκίνωμα του δέρματος ή τοπικά προχωρημένο πλακώδες καρκίνωμα του δέρματος οι οποίοι δεν είναι υποψήφιοι για χειρουργική επέμβαση ή ακτινοθεραπεία που έχουν στόχο την ίαση.
Το εκτενές κλινικό πρόγραμμα για το cemiplimab επικεντρώνεται σε τύπους καρκίνου που είναι δύσκολο να αντιμετωπιστούν. Στον καρκίνο του δέρματος, το πρόγραμμα περιλαμβάνει μελέτες επικουρικής και νέο-επικουρικής θεραπείας του πλακώδους καρκίνου του δέρματος. Το cemiplimab επίσης εξετάζεται σε μία δυνητικά εγκριτική μελέτη Φάσης 3 στο μη-μικροκυτταρικό καρκίνο του πνεύμονα και στον καρκίνο του τραχήλου της μήτρας, καθώς και σε μελέτες που το cemiplimab συγχορηγείται με νέες θεραπευτικές προσεγγίσεις τόσο για συμπαγείς όγκους όσο και αιματολογικές κακοήθειες. Οι εν λόγω δυνητικές χρήσεις είναι υπό έρευνα και η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητά τους δεν έχουν αξιολογηθεί από καμία ρυθμιστική αρχή.