Η ελάττωσης της ροής του αίματος στον εγκέφαλο ασθενών με τη νόσο Αλτσχάιμερ είναι γνωστή εδώ και δεκαετίες, ενώ υπάρχουν και πρόσφατες μελέτες που υποδεικνύουν ότι αποτελεί και ένα από τα πρώτα ανιχνεύσιμα συμπτώματα της άνοιας. Ωστόσο, η ακριβής συσχέτιση της μειωμένης ροής του αίματος στον εγκέφαλο με την εξασθενημένη γνωστική λειτουργία δεν έχει κατανοηθεί ακόμα σε μεγάλο βαθμό.
Μια νέα μελέτη των Δρ. Chris Schaffer και της Δρ. Nozomi Nishimura από το Πανεπιστήμιο Cornell, που δημοσιεύθηκε στο Nature Neuroscience, προσφέρει μια εξήγηση για αυτή τη μεγάλη μείωση της ροής αίματος, που φτάνει έως και το 30%.
Η μελέτη παρουσιάζει τα συμπεράσματα μιας σχεδόν δεκαετούς συλλογής και ανάλυσης δεδομένων, η οποία ξεκίνησε με αφορμή την προσπάθεια της Δρ. Nishimura να δημιουργήσει θρόμβους στις αγγεία του εγκεφάλου ποντικιών που έπασχαν από τη νόσο Αλτσχάιμερ προκειμένου να διαπιστώσει την επίδρασή τους.
«Αποδεικνύεται ότι… τα εμπόδια που προσπαθούσαμε να δημιουργήσουμε ήταν ήδη εκεί» σχολιάζει η Δρ. Nishimura και συνεχίζει: «Αυτό που κάναμε ήταν να εντοπίσουμε τον κυτταρικό μηχανισμό που προκαλεί τη μείωση της ροής του αίματος στον εγκέφαλο σε πειραματόζωα που πάσχουν από τη νόσο Αλτσχάιμερ. Αποδείξαμε ότι όταν εμποδίζουμε αυτό τον κυτταρικό μηχανισμό, έχουμε βελτιωμένη ροή αίματος που συνδέεται με την άμεση αποκατάσταση της γνωστικής λειτουργίας για ικανότητες όπως η χωρική μάθηση και η μνήμη».
Ο εντοπισμός και η μελέτη αυτού του κυτταρικού μηχανισμού, δημιουργεί πολλές δυνατότητες για την ανάπτυξη νέων φαρμάκων και θεραπευτικών προσεγγίσεων για την αντιμετώπιση της νόσου Αλτσχάιμερ, σύμφωνα με τους ερευνητές. Η ομάδα έχει εντοπίσει περίπου 20 φάρμακα, πολλά από τα οποία έχουν ήδη εγκριθεί από την Εθνικό Οργανισμό Φαρμάκων της Αμερικής (FDA) για χρήση από ασθενείς και παρουσιάζουν προοπτικές για τη θεραπεία της άνοιας, ενώ οι επιστήμονες τώρα εξετάζουν τα φάρμακα αυτά και σε ποντίκια που πάσχουν από τη νόσο Αλτσχάιμερ.