Καθυστερήσεις και λάθη με εκτεταμένες συνέπειες για την Κίνα και τον κόσμο φέρνουν στο φως συνεντεύξεις που διεξήγαγε η εφημερίδα Guardian στην Ουχάν, την πόλη όπου πιστεύεται ότι ξεκίνησε η πανδημία του κορωνοϊού η οποία έχει προκαλέσει χιλιάδες θανάτους ανα τον πλανήτη και έχει αλλάξει ριζικά τον τρόπο ζωής μας. Το αποκαλυπτικό άρθρο της βρετανικής εφημερίδας με τίτλο «Η γέννηση μιας πανδημίας: Οι πρώτες εβδομάδες του ξεσπάσματος του κορωνοϊού στην Ουχάν» προσφέρει μια ματιά εκ των έσω στο τι εκτυλίχθηκε το πρώτο διάστημα στην πόλη της Κίνας, στους χειρισμούς της κινεζικής κυβέρνησης και στο πώς αυτά τα γεγονότα μας οδήγησαν εδώ που βρισκόμαστε σήμερα.
«Η αγορά θαλασσινών Χουανάν στο κέντρο της Ουχάν ήταν ένα μέρος όπου οι άνθρωποι συχνά κολλούσαν κρυολογήματα. Οι πωλητές ξεκινούσαν το στήσιμο των πάγκων τους ήδη από τις 3 πμ, βυθίζοντας τα χέρια τους σε κουβάδες με παγωμένο νερό, καθώς καθάριζαν και προετοίμαζαν τα προϊόντα για τους πελάτες που έφταναν κάθε πρωί. Η μεγάλη αγορά των πάνω από 20 διαδρόμων εκτεινόταν στις δύο πλευρές ενός κεντρικού δρόμου, σε μια πλούσια γειτονιά της εμπορικής συνοικίας Χάνκου. Κομμάτια κρέατος κρέμονταν από τσιγκέλια ή κείτονταν απλωμένα σε πλαστικά καλύμματα στο έδαφος. Οι εργαζόμενοι κυκλοφορούσαν στην αγορά με γαλότσες. Αυλάκια απορροής υδάτων διέτρεχαν τα πεζοδρόμια, δίπλα από καταστήματα που πωλούσαν τα πάντα, από ζωντανά πουλερικά μέχρι θαλασσινά και συστατικά για το μαγείρεμα. Ήταν ένα πολύβουο αλλά καθαρό μέρος. Έτσι, στα μέσα Δεκεμβρίου, όταν ο Λαν, ο οποίος πωλούσε αποξηραμένα θαλασσινά σε έναν από τους περισσότερους από 1.000 πάγκους της Χουανάν, αισθάνθηκε αδιάθετος, δεν το πήρε πολύ σοβαρά. Έμεινε σπίτι για να ξεκουραστεί, όμως αφού έχασε 3 κιλά μέσα σε λίγες μέρες, αποφάσισε να πάει σε ένα γενικό νοσοκομείο για έλεγχο. Από εκεί, εστάλη σε νοσοκομείο που ειδικεύεται σε μολυσματικές ασθένειες, όπου και εισήχθη ως ασθενής στις 19 Δεκεμβρίου. Θυμάται πώς το προσωπικό επαίνεσε τη θετική στάση του. “Ήμουν απλά λίγο άρρωστος. Δεν ένιωθα τον παραμικρό φόβο”, αναφέρει ο Λαν, ο οποίος ζήτησε να μην αποκαλυφθεί το πλήρες όνομά του».
Όπως αναφέρει η εφημερίδα, «αυτό που δεν μπορούσε να γνωρίζει ο Λαν ήταν πως ήταν ένα από τα πρώτα κρούσματα ενός νέου, εξαιρετικά μεταδοτικού κορωνοϊού που θα σκότωνε περισσότερους από 2.500 ανθρώπους στην πόλη του και θα ξεχυνόταν στον κόσμο, μολύνοντας περισσότερους από 1,6 εκατομμύρια ανθρώπους μέχρι στιγμής και σκοτώνοντας περισσότερους από 95.000. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας περιέγραψε το ξέσπασμα της Covid-19 ως τη χειρότερη παγκόσμια κρίση από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο». «Νόμιζα πως είχα κρυολογήσει. Δεν είχα ιδέα», υπογραμμίζει ο Λαν.
Όπως εξηγεί η αρθρογράφος, κρούσματα κορωνοϊού άρχισαν να εμφανίζονται στην Ουχάν από τον Δεκέμβρη – κάποιοι λένε από τον Νοέμβρη – αλλά οι κινεζικές αρχές δεν είχαν ενημερώσει το κοινό ότι ο ιός μπορούσε να μεταδοθεί από άνθρωπο σε άνθρωπο μέχρι τα τέλη Ιανουαρίου.
«Τώρα, καθώς η Κίνα γιορτάζει τη νίκη της – όπως ισχυρίζεται η ίδια – επί της νόσου, ο αριθμός των κρουσμάτων και των θανάτων αυξάνεται σε όλο τον κόσμο. Αξιωματούχοι από την Αυστραλία, τις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο έχουν κατηγορήσει το Πεκίνο ότι απέκρυψε πληροφορίες, επιτρέποντας σε ένα τοπικό ξέσπασμα να εξελιχθεί σε πανδημία. Το Πεκίνο ισχυρίζεται ότι τα αυστηρά lockdown που επέβαλε αγόρασαν χρόνο στον πλανήτη, που οι υγειονομικές αρχές σε ορισμένες χώρες επέλεξαν να σπαταλήσουν. Ωστόσο, οι συνεντεύξεις με τους πρώτους ασθενείς, τους εργαζόμενους στον τομέα της υγείας και τους κατοίκους, καθώς και εσωτερικά έγγραφα που διέρρευσαν, καταθέσεις από whisteblowers και ερευνητικές μελέτες δείχνουν καθυστερήσεις στις πρώτες εβδομάδες της επιδημίας και κυβερνητικά λάθη με εκτεταμένες συνέπειες», τονίζει το δημοσίευμα.
Μετάδοση από άνθρωπο σε άνθρωπο
Στα τέλη Δεκεμβρίου, προτού ο Λαν αναρρώσει μετά από περισσότερες από 20 ημέρες στο νοσοκομείο, τα νέα για μία μυστηριώδη ασθένεια είχαν αρχίσει να κυκλοφορούν στην Ουχάν. Χρήστες του διαδικτύου κυκλοφόρησαν screenshot από μια συνομιλία στο WeChat στις 30 Δεκεμβρίου, στην οποία ένας γιατρός στο νοσοκομείο του Ερυθρού Σταυρού της Ουχάν, ο Λιου Γουέν, προειδοποιούσε τους συναδέλφους του για επιβεβαιωμένα κρούσματα ενός μεταδοτικού κορωναϊού σε άλλο νοσοκομείο. «Πλένετε τα χέρια σας! Φοράτε μάσκες και γάντια!» έγραφε ο Γουέν.
Την ίδια μέρα ένας οφθαλμίατρος στο κεντρικό νοσοκομείο της Ουχάν, ο Λι Γουεινλιανγκ, έγραφε σε ομάδα WeChat πρώην συμφοιτητών του στην ιατρική σχολή ότι επτά άνθρωποι στο νοσοκομείο του είχαν κολλήσει έναν ιό που ο ίδιος νόμιζε ότι ήταν ο Sars, το ξέσπασμα του οποίου είχε σκοτώσει πάνω από 600 ανθρώπους στην ηπειρωτική Κίνα και το Χονγκ Κονγκ το 2002-03.
Μια «επείγουσα ειδοποίηση» από την επιτροπή υγείας της Ουχάν που προειδοποιούσε για «διαδοχικά κρούσματα άγνωστης πνευμονίας» επίσης διέρρευσε και δημοσιεύτηκε ηλεκτρονικά στις 30 Δεκεμβρίου. Η ειδοποίηση έδινε εντολή στα νοσοκομεία να «ενισχύσουν την υπεύθυνη ηγεσία» και να διασφαλίσουν ότι κανείς «δεν θα αποκάλυπτε πληροφορίες στο κοινό χωρίς άδεια».
Υπό αυξανόμενη πίεση, την επόμενη μέρα η επιτροπή υγείας δήλωσε ότι ερευνητές εξέταζαν 27 περιπτώσεις ιογενούς πνευμονίας: πρόκειται για την πρώτη επίσημη ανακοίνωσή της για τον ιό. Η δήλωση ανέφερε ότι δεν υπήρχαν «εμφανή αποδεικτικά στοιχεία για τη μετάδοση από άνθρωπο σε άνθρωπο», ενώ περιέγραφε το ξέσπασμα ως συνδεόμενο με την αγορά θαλασσινών και διαβεβαίωνε το κοινό ότι όλοι οι ασθενείς είχαν τεθεί σε καραντίνα και οι επαφές τους είχαν τεθεί υπό παρακολούθηση. «Η ασθένεια μπορεί να αποτραπεί και να ελεγχθεί», πρόσθετε η ανακοίνωση.
Μια μέρα αργότερα, την 1η Ιανουαρίου, η αγορά θαλασσινών Χουανάν κλείνε και το γραφείο δημόσιας ασφάλειας της Ουχάν ανακοινώνει ότι οκτώ άνθρωποι «τιμωρήθηκαν» για τη διάδοση φημών. Οι αρχές δίνουν επίσης εντολή στα νοσοκομεία να ελέγχουν τα κρούσματα πνευμονίας, ώστε να εντοπίζουν εκείνα που συνδέονται με την αγορά. Μόλις στις 20 Ιανουαρίου ζητήθηκε από πωλητές στην αγορά να υποβληθούν σε έλέγχους θερμοκρασίας και εξετάσεις αίματος.
Στην άλλη όχθη όμως του ποταμού Γιανγκτσέ, περίπου 10 χλμ. μακριά, άνθρωποι που δεν είχαν πατήσεις ποτέ το πόδι τους στην αγορά άρχισαν να αρρωσταίνουν. Τη δεύτερη εβδομάδα του Ιανουαρίου, η Κόκο Χαν, 22 ετών, εμφάνισε έναν βήχα που δεν της περνούσε με τίποτα. Μετά από μια εβδομάδα, στις 20 Ιανουαρίου, πήγε στην τοπική κλινική της και υποβλήθηκε σε αξονική τομογραφία. Τα αποτελέσματα έδειξαν λοίμωξη στους πνεύμονες. Ένας γιατρός με ολόσωμη στολή προστασίας από επικίνδυνα υλικά τη συνόδεψε σε ένα άλλο νοσοκομείο για περαιτέρω εξετάσεις.
Η μητέρα της Χαν τη συνάντησε σε μια αίθουσα αναμονής γεμάτη κόσμο, που είχε αρχίσει να πανικοβάλλεται καθώς περίμενε. Η Χαν φορούσε μάσκα, αλλά η μητέρα της δεν σκέφτηκε να βάλει μία, δεδομένων των διαβεβαιώσεων της κυβέρνησης. Μια νεαρή γυναίκα που ήταν μπροστά τους στην ουρά λιποθύμησε και η μητέρα της Χαν αγκάλιασε την κόρη της, λέγοντας της να μην κοιτάζει.
«Όλοι ξέραμε ότι μπορεί να είχαμε τον ιό. Όλοι ήμασταν τρομαγμένοι» θυμάμαι η Χαν. «Νομίζω ότι οι γιατροί ήξεραν ότι μεταδιδόταν από άνθρωπο σε άνθρωπο, διαφορετικά δεν θα κάθονταν τόσο μακριά από εμάς και δεν θα είχαν τα παράθυρα ανοιχτά».
Παρόλο που οι γιατροί είπαν στην Χαν ότι πιθανότατα είχε «εκείνη την πνευμονία», δεν ήταν δυνατό να επιβεβαιωθεί η διάγνωση επειδή το νοσοκομείο δεν τέτοια εξουσιοδότηση, ένα πρόβλημα που αντιμετώπισαν πολλοί ασθενείς το πρώτο διάστημα. Της είπαν να πάει στο σπίτι και να παραμείνει σε καραντίνα, ωστόσο η συνταγή για τα φάρμακα που της έδωσαν οι γιατροί έπρεπε να ανανεώνεται κάθε τρεις μέρες στο νοσοκομείο, μετά από αναμονή σε ουρά με πολύ κόσμο. «Ανησυχούσα τρομερά μήπως κολλήσω άλλους ανθρώπους, αλλά δεν μπορούσα να αφήσω τους γονείς μου να πάνε κάπου τόσο επικίνδυνα», εξηγεί η κοπέλα.
Ο 35χρονος Ντάρον Χου, ο οποίος επίσης δεν είχε πάει ποτέ στην αγορά θαλασσινών Χουανάν, άρχισε να αισθάνεται ζεστός και να ζαλίζεται στις 16 Ιανουαρίου. Νομίζε ότι είχε απλώς hangoner, έχοντας καταναλώσει μερικά ποτά το προηγούμενο βράδυ. Τρεις μέρες αργότερα, ακόμα άρρωστος, ταξίδεψε με το τρένο στην επαρχία Τσιανγκσού για ένα επαγγελματικό ταξίδι. Επέστρεψε στην Ουχάν και έπειτα επισκέφθηκε τη γενέτειρά του, σε απόσταση μερικών ωρών προς το νότο. Μέχρι τη στιγμή που τελικά εισήχθη σε ένα τοπικό νοσοκομείο ο Χου, μια ομάδα ερευνητών, σταλθέντων από την κεντρική κυβέρνηση, είχε φτάσει στην Ουχάν. Ο Ζονγκ Νανσάν, κορυφαίος ειδικός στις ασθένειες του αναπνευστικού συστήματος, διάσημος για την επικριτική του στάση απέναντι στο κυβερνητικό αφήγημα για τον Sars, δήλωσε το βράδυ της 20ης Ιανουαρίου ότι υπήρξαν ήδη περιπτώσεις μετάδοσης από άνθρωπο σε άνθρωπο.
Ο Χου, που στο χειρότερο στάδιο της ασθένειάς του υπέφερε από διάρροια, αναπνευστικά προβλήματα, πυρετό και βήχα, έλεγε αρχικά στην οικογένειά του ότι πήγαινε μια χαρά. Όμως μέσα στα επόμενα 24ωρα στο νοσοκομείο, τουλάχιστον τρεις άλλοι ασθενείς πέθαναν. Σκέφτηκε να γράψει τη διαθήκη του. «Είδα ανθρώπους να εγκαταλείπουν την ελπίδα. Η μοναξιά ήταν μεγάλη», είπε ο Χου για την εμπειρία του.
«Αισθανόσουν ότι τα πράγματα έβγαιναν εκτός ελέγχου»
Μέχρι τη στιγμή που οι αξιωματούχοι αποκάλυψαν τη μολυσματικότητα του ιού, τα νοσοκομεία στην Ουχάν ήταν ήδη υπερπλήρη και οι αριθμοί αυξήθηκαν μετά την ανακοίνωση. Βίντεο που τραβήχτηκαν στις 22 και 23 Ιανουαρίου δείχνουν πλήθη ασθενών στο νοσοκομείο της συνοικίας Γουτσάνγκ της πόλης. «Γινόταν χαμός, δεν μπορούσαμε να πάμε σπίτια μας», λέει μία νοσοκόμα που κοιμόταν σε έναν ειδικό κοιτώνα στο νοσοκομείο και ενάλλασσε τη βάρδιά της κάθε τέσσερις ώρες με άλλα έξι άτομα για να προλάβουν να φροντίσουν όλον αυτόν τον κόσμο. Ένας άλλος νοσηλευτής, μιλώντας στη δημοσιογράφο του Guardian, έδειξε το πεζοδρόμιο έξω από το νοσοκομείο λέγοντας «αυτό ήταν όλο γεμάτο». «Κάθε μέρα πέθαιναν άνθρωποι», συμπληρώνει.
Στις 23 Ιανουαρίου, η πόλη των 11 εκατομμυρίων ανθρώπων τέθηκε υπό lockdown. Το ίδιο συνέβη και στις γύρω περιοχές, με αποτέλεσμα πάνω από 50 εκατομμύρια άνθρωποι να βρίσκονται σύντομα σε de-facto καραντίνα στο σπίτι. Τις επόμενες εβδομάδες, η απόγνωση ήταν μεγάλη, λόγω των σοβαρών ελλείψεων σε προϊόντα, ιατρικό προσωπικό και χώρους νοσηλείας. Τα νοσοκομεία έδιωχναν ασθενείς, στέλνοντάς τους στο σπίτι τους, όπου μόλυναν συχνά τις οικογένειές τους. Υλικό που κατέγραψαν κάμερες έδειχνε γιατρούς να κλαίνει και ανθρώπους να καταρρέουν στους δρόμους. Σοροί νεκρών παρέμεναν ώρες στα νοσοκομεία, αφού το προσωπικό ήταν πολύ απασχολημένο για να τις απομακρύνει. Διαδικτυακά φόρουμ ήταν γεμάτα με απεγνωσμένες εκκλήσεις για βοήθεια από κατοίκους που προσπαθούσαν να σώσουν τα αγαπημένα τους πρόσωπα. Μέχρι τις 19 Φεβρουαρίου, ο αριθμός των νεκρών από τον ιό είχε ξεπεράσει τους 2.000.
«Ο ιός ήταν πολύ γρήγορος. Στην αρχή, ένιωθες ότι τα πράγματα ήταν εκτός ελέγχου. Δεν ξέραμε ποια θα μπορούσε να ήταν η εξέλιξη», δήλωσε στην Guardian ένας γιατρός που φροντίζει ασθενείς με κορωναϊό στο κεντρικό νοσοκομείο της Ουχάν, ο οποίος ζήτησε να μην κατονομαστεί επειδή δεν διαθέτει άδεια για να μιλά σε ΜΜΕ.
Μια περίοδος για την οποία αποφεύγει να μιλά το Πεκίνο
Είναι μια περίοδος για τη οποία οι Αρχές αποφεύγουν να μιλούν καθώς γιορτάζουν την άρση του lockdown της Ουχάν, μετά από σχεδόν 3 μήνες. Το γεγονός αυτό, όπως αναφέρει η εφημερίδα, γιορτάστηκε με λαμπερά φώτα και πανό, χαιρετίζοντας την επιτυχία της «μάχης του λαού».
«Το Πεκίνο εργάζεται πολύ σκληρά για να καταπολεμήσει τις αρνητικές εγχώριες και διεθνείς επιπτώσεις, εξηγει ο Χο Φουνγκ Χουνγκ, καθηγητής πολιτικής οικονομίας στο Πανεπιστήμιο Johns Hopkins. Ωστόσο, όπως επισημαίνει, αυτές του οι προσπάθειες δεν μπορούν να σταματήσουν τον κόσμο από το να συζητά τις ευθύνες της Κινας για τη συγκάλυψη του ξεσπάσματος στο ξεκίνημά του.
Η Ουχάν επιστρέφει αργά και σταδιακά στη ζωή. Σημαίες στις γειτονιές και επιγραφές δηλώνουν ότι ο ιός δεν ζει πια εκεί. Αυτοκίνητα αρχίζουν να γεμίζουν ξανά τους δρόμους και ο κόσμος επιστρέφει στη δουλειά. Ωστόσο, παραμένουν ορατές υπενθυμίσεις της επιδημίας. Σειρές ψηλών μεταλλικών περιφράξεων περιβάλλουν την αγορά των θαλασσινών Χουανάν, η οποία εξακολουθεί να παραμένει κλειστή, με τις πρώην εισόδους της να φρουρούνται ενώ τριγύρω περιπολούν αυτοκίνητα της αστυνομίας.
Δεν είναι όλοι πρόθυμοι να ξεχάσουν, σημειώνει η αρθρογράφος. Σε έναν τοίχο κοντά στο σπίτι της, η Χαν έγραψε πρόσφατα με σπρέι τους κινεζικούς χαρακτήρας «μπου νενγκ, μπου μινγκμπάι» (δεν μπορώ να καταλάβω, δεν καταλαβαίνω), μια αναφορά σε μια δήλωση του Λι Γουεινλιανγκ, του γιατρού που σήμανε νωρίς τον κώδωνα του κινδύνου, προτού τελικά υποκύψει και ο ίδιος στη νόσο από την οποία προσπάθησε να προστατέψει τους συνανθρώπους του. Κάτω από τα λόγια, ορισμένοι κάτοικοι έχουν κάψει χαρτονομίσματα, ένας τρόπος να τιμήσουν τον νεκρό, και έχουν ζωγραφίσει μικρούς λευκούς κύκλους γύρω από τη στάχτη.
«Είπαν μείνε εδώ. Έμεινα. Είπαν ότι όλα είναι εντάξει. Τους πίστεψα. Τα πίστεψα όλα. Θέλω να μάθω γιατί συνέβη αυτό. Ποιος έδωσε εντολή να μην ενημερωθεί ο κόσμος; Αυτό θα το θυμάμαι για όλη μου τη ζωή. Κατανοώ πλέον ότι δεν μας θεωρούν σημαντικούς», λέει η Χαν.