Εβδομήντα τρία επιβεβαιωμένα κρούσματα του νέου κορωνοϊού (COVID-19), εκ των οποίων ένα διασωληνωμένο, είχαν καταγραφεί μέχρι την Κυριακή το απόγευμα στη χώρα μας. Το σύνολο του υγειονομικού συστήματος βρίσκεται σε πλήρη επαγρύπνηση προκειμένου να αναχαιτιστεί η περαιτέρω διασπορά του ιού στην κοινότητα και να μην χαθούν ανθρώπινες ζωές. «Πρωταγωνιστές» της νέας αυτής υγειονομικής δοκιμασίας οι γιατροί και οι νοσηλευτές των νοσοκομείων αναφοράς, δηλαδή των νοσοκομείων που έχουν οριστεί ως αρμόδια για τη διαχείριση των ατόμων με ύποπτα συμπτώματα αλλά και όσων τελικά νοσούν λόγω λοίμωξης από τον COVID-19.
To Περιφερειακό Γενικό Νοσοκομείο «Αττικόν» στο Χαϊδάρι, ένα από τα κομβικότερα νοσοκομεία του ΕΣΥ, είναι ένα από τα 15 νοσοκομεία αναφοράς, πανελλαδικά, για τον κορωνοϊό. Καθημερινά τουλάχιστον 4-5 συμπολίτες μας απευθύνονται στο Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών (ΤΕΠ) αναφέροντας συμπτωματολογία (ρινική καταρροή, ξηρό βήχα, πονόλαιμο, πυρετό, δυσκολία στην αναπνοή) που είναι ενδεικτική της λοίμωξης από τον νέο κορωνοϊό, αλλά και σε συνάρτηση πάντα με το ταξιδιωτικό ιστορικό ή τον κύκλο των κοινωνικών επαφών τους. Ενώ ήδη δύο από τα πρώτα διαγνωσμένα κρούσματα, παραμένουν νοσηλευόμενα στο Θάλαμο Αρνητικής Πίεσης. Οι γιατροί και νοσηλευτές είναι σε εγρήγορση για την ορθή διαχείριση της νέας αυτής υγειονομικής κατάστασης.
Ο Παναγιώτης Χαλβατσιώτης, MD, PhD, Επίκουρος Καθηγητής, Παθολόγος, στη Β’ Προπαιδευτική Παθολογική Κλινική του Πανεπιστημίου Αθηνών στο ΠΓΝΑ «Αττικόν», έχει βρεθεί πολλές φορές από τότε που ο νέος κορωνοϊός έκανε την εμφάνισή του στην Ελλάδα, στα ΤΕΠ, εν ώρα εφημερίας, να υποδεχθεί και να αξιολογήσει περιστατικό. «Ο Εθνικός Οργανισμός Δημόσιας Υγείας (ΕΟΔΥ) μας ενημερώνει για πιθανό ύποπτο ή πραγματικό κρούσμα. Το ιατρικό team, συνήθως ένας ειδικευμένος γιατρός, ένας ειδικευόμενος και ένας νοσηλευτής, φορούν τις ειδικές στολές μιας χρήσης και τίθενται σε υψηλή ετοιμότητα», εξηγεί μιλώντας στο ΘΕΜΑ.
Η υποδοχή και αξιολόγηση του ασθενή γίνεται σε ειδικό χώρο, ξέχωρα από τα ΤΕΠ, ώστε να ελαχιστοποιηθεί ο κίνδυνος επιμόλυνσης επιφανειών και άλλων ατόμων, σε περίπτωση που πράγματι πρόκειται για άτομο με λοίμωξη από COVID-19. Το ιατρικό team καταγράφει τη συμπτωματολογία, λαμβάνει δείγμα γενετικού υλικού το οποίο αποστέλλεται για ειδικό έλεγχο στα εργαστήρια αναφοράς του ΕΚΠΑ και του Ινστιτούτου Παστέρ. Πριν απ’ αυτό συνήθως ο ασθενής υποβάλλεται και σε ένα τεστ γρίπης ώστε να αποκλειστεί ή να επιβεβαιωθεί αυτό το ενδεχόμενο.
«Το γενικό screening, λοιπόν, γίνεται από τους γιατρούς που εφημερεύουν στα ΤΕΠ και στην περίπτωση που έχουμε όντως άτομο με κορωνοϊό, κινητοποιούνται οι εσωτερικές διαδικασίες και μεταφέρεται, μέσω ειδικής διαδρομής, δηλαδή χωρίς να έρθει σε επαφή με άλλους, στο Θάλαμο Αρνητικής Πίεσης, όπου εκεί πλέον τίθεται υπό την φροντίδα των συναδέλφων ιατρών της Μονάδας Λοιμώξεων, αλλά και των εξειδικευμένων νοσηλευτών», σύμφωνα με τον κ. Χαλβατσιώτη.
Έχοντας εργασιακή εμπειρία από υγειονομικά συστήματα του εξωτερικού και συγκεκριμένα στην Mayo Clinic των ΗΠΑ, αλλά και όντας εκπαιδευμένος για το ενδεχομένο βιολογικού πολέμου (όπως προέβλεπε το ειδικό σχέδιο ασφαλείας την περίοδο των Ολυμπιακών Αγώνων 2004) ο Επίκουρος Καθηγητής Παθολογίας του ΕΚΠΑ σημειώνει ότι «το ιατρονοσηλευτικό προσωπικό είναι εκπαιδευμένο να είναι πάντα σε ετοιμότητα. Με αυταπάρνηση και ανιδιοτέλεια, ούτως ή άλλως, καθημερινά γιατροί και νοσηλευτές δίνουν μάχη για να αντιμετωπίσουν τακτικά και έκτακτα περιστατικά και παράλληλα να διαχειριστούν καταστάσεις, όπως η εποχική γρίπη και τώρα ο νέος κορωνοϊός. Ακολουθούμε πιστά τις οδηγίες και τα πρωτόκολλα διαχείρισης του υπουργείου Υγείας και του ΕΟΔΥ, ώστε όλα να εξελίσσονται ομαλά. Οι εμπειρότεροι φυσικά καλούμαστε να δείξουμε τον δρόμο στους νεότερους συναδέλφους, που για πρώτη φορά στην καριέρα τους έρχονται αντιμέτωποι με μια τέτοια ειδική συνθήκη, όπως ο νέος κορωνοϊός. Και ευτυχώς μέχρι τώρα όλα έχουν εξελιχθεί ομαλά σε ότι αφορά στη διαχείριση περιστατικών στο νοσοκομείο μας. Εξάλλου τα νοσηλευόμενα άτομα με κορωνοϊό στο «Αττικόν» είναι σε καλή κατάσταση, με ήπια συμπτωματολογία, χωρίς πραγματικά να τίθεται σε κίνδυνο η υγεία τους. Βέβαια αυτό δεν σημαίνει ότι δεν βιώνουν τύψεις που ταξίδεψαν σε ενδημική περιοχή, φόβο και αγωνία για την έκβαση της υγεία τους. Διαβάζουν κι εκείνοι όλα όσα γράφονται για τον κορωνοϊό και είναι λογικό να ανησυχούν για το τί μπορεί να τους συμβεί. Αλλά κατ’ εμέ το σοβαρότερο είναι το κοινωνικό στίγμα με το οποίο θα ‘ρθουν αντιμέτωποι όταν πάρουν εξιτήριο από το νοσοκομείο».
Στο εύλογο ερώτημα τί θα γίνει σε περίπτωση μεγάλης διασποράς του κορωνοϊού στην κοινότητα, ο κ. Παναγιώτης Χαλβατσιώτης εξηγεί στο ΘΕΜΑ ότι «σαφώς και θα χρειαστεί ένα άλλο σχέδιο αντιμετώπισης της κατάστασης. Σκεφτείτε ότι το ‘Αττικόν’ είναι ένα νοσοκομείο που σε κάθε εφημερία δέχεται περίπου 1.000 άτομα, ενώ οι νοσηλευόμενοι ασθενείς είναι περίπου 700-800 σε ημερήσια βάση. Το προσωπικό του νοσοκομείο πρέπει να προσφέρει όμοια φροντίδα σε τακτικά και έκτακτα περιστατικά, ανεξαρτήτως βαρύτητας. Αν λοιπόν γιγαντωθεί το πρόβλημα του κορωνοϊού και έχουμε περαιτέρω αύξηση κρουσμάτων, χρειαζόμαστε ένα σχέδιο που να αναχαιτίζει τη διασπορά, να μην επιβαρύνει τα εφημερεύοντα νοσοκομεία με διαδικασίες όπως η ταξινόμηση σε ήπια, ενδιάμεσα και βαριά περιστατικά, να εξασφαλίζει ασφαλείς συνθήκες νοσηλείας για όλους σε όλα τα νοσοκομεία, είτε είναι κεντρικά, είτε περιφερειακά, να εμπλακούν περισσότερες δομές Υγείας, όπως για παράδειγμα, Κέντρα Υγείας και ΤΟΜΥ, υπό την προϋπόθεση, φυσικά, της επάρκειας ιατρονοσηλευτικού και διοικητικού προσωπικού στο ΕΣΥ».
Η κυρία Βιβή Βάρδα, Νοσηλεύτρια Επιτήρησης Λοιμώξεων του ΠΓΝΑ «Αττικόν», δεν είναι η πρώτη φορά που έρχεται αντιμέτωπη με έναν άγνωστο μέχρι πρότινος ιό, όπως ο COVID-19. Θυμάται την περίοδο που το ελληνικό σύστημα υγείας βρέθηκε αντιμετώπο με τον SARS, τον MERS και τον H1N1, αποκόμισε πολύτιμες γνώσεις και τώρα εκπονεί τη διατριβή της πάνω στις λοιμώξεις στο ΕΚΠΑ. «Οι επαγγελματίες Υγείας είμαστε εκπαιδευμένοι να είμαστε προετοιμασμένοι. Εξάλλου, η εμπειρία των ελλήνων υγειονομικών με τα πολυανθεκτικά μικρόβια και τις ενδονοσοκομειακές λοιμώξεις (σ.σ. δυστυχώς η Ελλάδα είναι μεταξύ των πρώτων χωρών της ΕΕ) μας έχει προσφέρει ενός είδους σιγουριά. Πατάμε λοιπόν γερά στα πόδια μας έχοντας πάρει ένα γερό μάθημα από τα πολυανθεκτικά βακτήρια που στοιχίζουν ανθρώπινες ζωές κάθε χρόνο. Επίσης, ο SARS και ο MERS μας δίδαξαν πολλά ως προς τη διαχείριση λοιμωγόνων παραγόντων».
Συγκρίνοντας την κατάσταση που επικρατεί σήμερα στο σύστημα υγείας με τον νέο κορωνοϊό η κυρία Βάρδα θυμάται τον ιό H1N1 που στοίχισε ανθρώπινες ζωές στην Ελλάδα και δοκίμασε τις αντοχές γιατρών, νοσηλευτών και νοσοκομείων. «Ο νέος κορωνοϊός δεν αποτελεί για την επαγγελματική μας ρουτίνα κάτι διαφορετικό. Είμαστε εκπαιδευμένοι να εκτελούμε στο ακέραιο τις ειδικές οδηγίες του ΕΟΔΥ και του υπουργείου Υγείας. Η άριστη συνεργασία των νοσηλευτών με τους Λοιμωξιολόγους διαχρονικά έχει συμβάλλει στο εκτελούν όλοι τα καθήκοντά τους σωστά. Αυτό βοηθά στο να είμαστε όλοι ψύχραιμοι και ήρεμοι κατά την εκτέλεση των καθηκόντων μας», λέει μιλώντας στο ΘΕΜΑ η κ. Βάρδα.
Εξηγεί, ωστόσο, ότι για τη φροντίδα των δύο νοσηλευομένων με κορωνοϊό στο Θάλαμο Αρνητικής Πίεσης του «Αττικόν», γιατροί και νοσηλευτές που εισέρχονται στον θάλαμο φορούν ειδικές στολές μιας χρήσης και τηρούν πιστά τους κανόνες προσωπικής υγιεινής. «Όπως και σε κάθε άλλο ασθενή που νοσηλεύεται λόγω λοίμωξης, καθημερινά γίνεται έλεγχος των ζωτικών λειτουργιών τους και η σίτισή τους γίνεται ανάλογα με το αν έχουν υποκείμενα νοσήματα ή όχι. Οι δύο συγκεκριμένες ασθενείς είναι σε καλή σωματική και ψυχολογική κατάσταση, δεν έχουν υποκείμενα νοσήματα, γεγονός που βοηθά στο να διατηρούν την ψυχραιμία τους και είναι συνεργάσιμες», σύμφωνα με την κυρία Βάρδα.
Αν και δεν υπάρχει κάποια συγκεκριμένη οδηγία, το νοσηλευτικό και ιατρικό προσωπικό που παρακολουθεί τις δύο ασθενείς είναι συγκεκριμένο και γενικά δεν επιτρέπεται η είσοδος πολλών ατόμων στον Θάλαμο Αρνητικής Πίεσης του «Αττικόν». Η κυρία Βιβή Βάρδα, Νοσηλεύτρια Επιτήρησης Λοιμώξεων υπογραμμίζει ότι όταν λαμβάνονται όλα τα απαραίτητα μέτρα, όπως καλή υγιεινής χεριών, μάσκες, γάντια και ειδικές στολές, νοσηλευτές και γιατροί μπορούν παράλληλα να συνεχίζουν την εργασιακή τους ρουτίνα φροντίζοντας και άλλους ασθενείς στο ίδιο νοσοκομείο.
«Δεν χρειάζεται πανικός. Ο πανικός είναι χειρότερος από τον ιό, όπως έχει κατ’ επανάληψη τονίσει και ο κ. Σωτήρης Τσιόδρας. Το ιατρονοσηλευτικό προσωπικό είναι εκπαιδευμένο να προστατεύει εαυτούς και τους άλλους. Χρειάζεται ψυχραιμία και να μην τρέχουμε με το παραμικρό στο νοσοκομείο», τονίζει η κυρία Βάρδα σημειώνοντας ότι «κάθε ημέρα επιστρέφω στο σπίτι μου ήρεμη και χαμογελαστή. Θέλω η οικογένεια μου να μην ανησυχεί. Γιατί δεν υπάρχει πραγματικά λόγος ανησυχίας. Φυσικά κατανοώ την αγωνία φίλων και συγγενών, που ρωτούν για τα κρούσματα, πόσο μεταδοτικός είναι ο νέος κορωνοϊός και ζητούν συμβουλές προστασίας. Αυτό που λέω σε όλους είναι ότι ο κορωνοϊός είναι μια συνθήκη που θα πρέπει να μάθουμε να ζούμε μ’ αυτήν. Οι γιατροί και οι νοσηλευτές είμαστε εκπαιδευμένοι να αντιμετωπίζουμε γνωστές και άγνωστες καταστάσεις με απώτερο στόχο την ασφάλεια όλων».