Σχέδιο αντιμετώπισης της «επιδημίας» ράντζων, που βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη στο ΕΣΥ, μελετά η ηγεσία του υπουργείου Υγείας. Τα εκατοντάδες ράντζα, που βρίσκονται παραταγμένα στα δημόσια νοσοκομεία της Αττικής τις τελευταίες ημέρες, δηλώνουν με τον πιο αδιάψευστο τρόπο πως το σύστημα εφημεριών των δημόσιων νοσοκομείων βρίσκεται εκτός ελέγχου.
Υπό το βάρος των ράντζων, που αποκαλύπτονται σε δραματικές πια διαστάσεις, αλλά και της ανύπαρκτης Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας (ΠΦΥ), οι ιθύνοντες της Αριστοτέλους έχουν ενεργοποιηθεί το τελευταίο διάστημα συγκαλώντας συσκέψεις και ζητώντας προτάσεις από τις Υγειονομικές Περιφέρειες της Αττικής, για ένα νέο σύστημα εφημεριών.
Βεβαίως, πρέπει να επισημανθεί πως η δραματική επιβάρυνση του ΕΣΥ και των δημόσιων νοσοκομείων συνδέεται άμεσα με την περίφημη «μεταρρύθμιση» της ΠΦΥ που υλοποιείται σαν σύγχρονο γεφύρι της Άρτας τα τελευταία δύο χρόνια με ισχνά αποτελέσματα, τόσο στη δημιουργία Τοπικών Μονάδων Υγείας (ΤΟΜΥ) όσο και τις προσλήψεις οικογενειακών γιατρών. Η καθυστέρηση της υλοποίησης της ΠΦΥ σε συνδυασμό με τις «απώλειες» χιλιάδων γιατρών από το σύστημα υγείας -συμβεβλημένοι που έμειναν αίφνης χωρίς συμβάσεις, γιατροί των πρώην Πολυιατρείων ΙΚΑ που απολύθηκαν- αποτυπώνεται στην κίνηση των πολιτών μέσα στο σύστημα δημόσιας υγείας: συρρέουν κατά εκατοντάδες σε κάθε εφημερεύον νοσοκομείο για παθήσεις και προβλήματα που θα μπορούσαν να αντιμετωπίζονται στην ΠΦΥ – που δεν υπάρχει…
Ο απολογισμός από την πρόσφατη εφημερία του Γενικού Κρατικού Νοσοκομείου Νίκαιας είναι ενδεικτικός: οι γιατροί εξέτασαν 1.500 άτομα, εκ των οποίων οι 310 εισήχθησαν για νοσηλεία, δηλαδή το 1/5 όσων επισκέφθηκαν το νοσοκομείο!
Τα σενάρια που μελετούν στην Αριστοτέλους
Τα σχέδια για νέο σύστημα εφημερίων βρίσκονται …σταθερά από το 2015 στην ατζέντα του υπουργείου Υγείας. Συχνά πυκνά τόσο ο υπουργός Υγείας κ. Ανδρέας Ξανθός όσο και ο αναπληρωτής κ. Παύλος Πολάκης αναφέρονται σε νέο μοντέλο εφημεριών και σε αλλαγές στα Τμήματα Επειγόντων Περιστατικών (ΤΕΠ), που όμως δεν αποτυπώθηκαν με κάποιο τρόπο, πχ νομοσχέδιο.
Το πρώτο δεκαπενθήμερο του Ιανουαρίου η κατάσταση που διαμορφώθηκε στο ΕΣΥ κινητοποίησε τους ιθύνοντες της Αριστοτέλους. Οι επικεφαλής της 1ης και της 2ης Υγειονομικής Περιφέρειας (ΥΠΕ) σε συνεργασία και με το Εθνικό Κέντρο Επιχειρήσεων Υγείας (ΕΚΕΠΥ) και το ΕΚΑΒ, μελετούν τρία σχέδια που θεωρείται πως μπορεί να αποσυμφορήσουν την υφιστάμενη κατάσταση.
Σύμφωνα με το πρώτο σχέδιο, διατηρείται το ισχύον σύστημα εφημεριών αλλά με αλλαγή στην ώρα έναρξης της εφημερίας. Σήμερα, ορισμένα νοσοκομεία μπαίνουν σε γενική εφημερία στις 8:00 π.μ. και άλλα στις 14:30 μ.μ. Θεωρείται ότι αν ξεκινά για όλα τα νοσοκομεία την ίδια ώρα η γενική εφημερία, στις 8:00 π.μ., θα επιτυγχάνεται καλύτερη διαχείριση των περιστατικών συνολικά μέσα στο σύστημα υγείας ενώ θα αυξηθούν και οι ώρες εφημέρευσης των νοσοκομείων.
Το δεύτερο σενάριο βασίζεται στην αύξηση της συχνότητας εφημέρευσης κάθε νοσοκομείου. Σήμερα, γενική εφημερία τα νοσοκομεία έχουν κάθε τέσσερις ημέρες. Θεωρείται πως αν πραγματοποιούνται πιο συχνά εφημερίες, π.χ. κάθε τρεις ημέρες, θα μειωθεί το τεράστιο κύμα ασθενών που δημιουργείται με το ισχύον σύστημα, φέρνοντας τα νοσοκομεία στα όριά τους.
Βεβαίως, και στις δύο αυτές προτάσεις προκύπτει ένας βασικός αποτρεπτικός παράγοντας με την πιθανή εφαρμογή τους, ο οικονομικός. Κι αυτό διότι η αύξηση του χρόνου εφημέρευσης, είτε με την ενιαία πρωινή ώρα εισόδου όλων των νοσοκομείων σε εφημερία είτε με την εφημερία ανά τρεις ημέρες, σημαίνει αύξηση των ωρών εφημεριών για το προσωπικό, άρα αύξηση αποδοχών. Η καταβολή των εφημεριών αποτελεί όμως μια …πονεμένη ιστορία για τους εργαζόμενους στα δημόσια νοσοκομεία.
Το τρίτο σχέδιο που συζητείται είναι η ανακατανομή στις ομάδες των νοσηλευτικών ιδρυμάτων που εφημερεύουν μαζί. Σήμερα ο τρόπος που εφημερεύουν τα νοσοκομεία είναι αρκετά περίπλοκος και βασίζεται σε τέσσερις ομάδες νοσηλευτικών ιδρυμάτων. Με το ανακάτεμα της νοσοκομειακής τράπουλας θεωρείται πως θα εξασφαλιστεί ότι σε κάθε ομάδα εφημερίας θα είναι διαθέσιμες όλες οι ιατρικές ειδικότητες. Στο υφιστάμενο σύστημα εφημερίας διαπιστώνεται ανεπαρκής κάλυψη στους κατοίκους Πειραιά, νοτίων προαστίων αλλά και της δυτικής Αττικής.