Μεγάλη ανισορροπία ανάμεσα στη ζήτηση και την προσφορά αίματος υπάρχει διεθνώς, καθώς έξι στις δέκα χώρες (ποσοστό 61%) εμφανίζουν ελλείψεις και δεν καλύπτουν επαρκώς τις ανάγκες τους.
Νέα διεθνής επιστημονική μελέτη εκτιμά ότι κάθε χρόνο οι ελλειμματικές χώρες χρειάζονται τουλάχιστον άλλα 100 εκατομμύρια μονάδες αίματος. Όλες οι χώρες της δυτικής Ευρώπης (όχι όμως της ανατολικής), μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, καλύπτουν τις ανάγκες τους σε αίμα.
Η μελέτη, με επικεφαλής την επίκουρη καθηγήτρια Christina Fitzmaurice του Πανεπιστημίου της Ουάσινγκτον, που δημοσιεύθηκε στο The Lancet Haematology, εκτιμά ότι η παγκόσμια προσφορά αίματος το 2017 ήταν περίπου 272 εκατομμύρια μονάδες, ενώ η παγκόσμια ζήτηση 304 εκατομμύρια μονάδες, δημιουργώντας έτσι μία έλλειψη περίπου 32 εκατομμυρίων μονάδων σε διεθνές επίπεδο. Όμως, οι 119 ελλειμματικές σε αίμα χώρες, από τις συνολικά 195 της έρευνας, χρειάζονται κάθε χρόνο άλλα 102,4 εκατομμύρια μονάδες αίματος, που δεν διαθέτουν οι ίδιες.
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) συνιστά ότι για κάθε 1.000 κατοίκους μίας χώρας χρειάζονται δέκα έως 20 δωρητές αίματος για να καλυφθεί η ζήτηση με επαρκή προσφορά. Όμως, σύμφωνα με τα νέα ευρήματα, για να καλυφθεί στην πραγματικότητα η ετήσια ζήτηση, παγκοσμίως, όλες οι χώρες θα πρέπει να ξεπεράσουν αυτόν τον στόχο. Περίπου 40 χώρες χρειάζονται πάνω από 30 δωρητές αίματος ανά 1.000 κατοίκους ετησίως, ενώ τέσσερις στην ανατολική Ευρώπη πάνω από 40 δωρητές.
Οι χώρες χαμηλότερου εισοδήματος έχουν σχετικά χαμηλή ζήτηση για αίμα σε σχέση με τις πλουσιότερες χώρες, έχουν όμως και τις μεγαλύτερες ελλείψεις σε προσφορά. Στις περισσότερες ανεπτυγμένες χώρες η προσφορά μπορεί να καλύψει τη ζήτηση. Τη μεγαλύτερη επάρκεια εμφανίζει η Δανία με 14.704 μονάδες αίματος ανά 100.000 κατοίκους, ενώ τη μικρότερη το Νότιο Σουδάν με 46 μονάδες ανά 100.000 άτομα. Οι ανάγκες του Νότιου Σουδάν είναι 75 φορές μεγαλύτερες (3.568 μονάδες ανά 100.000 κατοίκους) σε σχέση με την προσφορά (46/100.000). Η Μαδαγασκάρη έχει τη δεύτερη μεγαλύτερη «ψαλίδα» ζήτησης-προσφοράς, ενώ σε απόλυτους αριθμούς η Ινδία εμφανίζει το μεγαλύτερο κενό, καθώς της λείπουν σχεδόν 41 εκατομμύρια μονάδες αίματος τον χρόνο. Όλες οι χώρες της υποσαχάριας Αφρικής, καθώς επίσης της Ωκεανίας και της νότιας Ασίας, αδυνατούν να καλύψουν τις ανάγκες τους σε αίμα.
Οι αιτίες για μετάγγιση αίματος διαφέρουν, καθώς η ζήτηση στις ανεπτυγμένες χώρες προκαλείται κυρίως από τραύματα και καρδιαγγειακές παθήσεις, ενώ στις φτωχότερες χώρες από παθήσεις των πνευμόνων, φυματίωση και υποσιτισμό. Καθώς βελτιώνονται οι υπηρεσίες και οι υποδομές υγείας στις χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος, αναμένεται να αυξηθεί περαιτέρω η ζήτηση αίματος και έτσι να διευρυνθεί και άλλο το χάσμα ζήτησης-προσφοράς.
Ο ΠΟΥ εκτιμά ότι περίπου 112,5 εκατομμύρια δωρεές αίματος πραγματοποιούνται κάθε χρόνο διεθνώς, όμως μόνο οι μισές από αυτές (54%) συμβαίνουν στις συνήθως πολυπληθείς χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος, στις οποίες ζει το 82% του παγκόσμιου πληθυσμού.
Πρωτιές για Ελλάδα και Κύπρο
Οι μονάδες αίματος των αιμοδοτών διαχωρίζονται στο εργαστήριο ανάλογα με το προϊόν που πρόκειται να παρασκευαστεί, και επεξεργάζονται με στόχο την παρασκευή παραγώγων, όπως τα συμπυκνωμένα ερυθρά κύτταρα, το πρόσφατο κατεψυγμένο πλάσμα και τα αιμοπετάλια.
Σύμφωνα με τη μελέτη, το 2017 η Ελλάδα είχε -αναλογικά με τον πληθυσμό της- τη μεγαλύτερη στον κόσμο παραγωγή συμπυκνωμένων ερυθρών αιμοσφαιρίων διαθέσιμων για μετάγγιση (5.784 μονάδες ανά 100.000 κατοίκους) και ακολουθούσαν οι ΗΠΑ (5.660/100.000) και η Γερμανία (5.411/100.000).
Η Κύπρος ήταν «πρωταθλήτρια» στα διαθέσιμα για μετάγγιση αιμοπετάλια (4.597 μονάδες ανά 100.000 κατοίκους), τη στιγμή που 21 χώρες στον κόσμο είχαν λιγότερη από μία μονάδα αιμοπεταλίων ανά 100.000 άτομα.