Η Ακαδημία Αθηνών εξέλεξε την καθηγήτρια του ΕΚΠΑ Αντωνία Τριχοπούλου, βιοπαθολόγο-υγιεινολόγο, ως τακτικό μέλος της, στην προκηρυχθείσα έδρα με τίτλο «Ιατρικές Επιστήμες: Επιδημιολογία-Δημόσια Υγεία», στην A’ Τάξη των Θετικών Επιστημών.
Η Δρ. Αντωνία Τριχοπούλου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1938 και αποφοίτησε από την Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών το 1961. Το 1963 έλαβε το πτυχίο Υγιεινολόγου από την Υγειονομική Σχολή Αθηνών και το 1965 την ειδικότητα Βιοπαθολογίας (Μικροβιολογίας). Αναγορεύτηκε διδάκτορας της Ιατρικής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Μετεκπαιδεύτηκε επί περίπου δύο έτη στη Δημόσια Υγεία και στη Βιοχημεία στα πανεπιστήμια Ann Arbor του Μίσιγκαν και Saint Antoine του Παρισιού.
Το 1976 έγινε υφηγήτρια της Ιατρικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, στον κλάδο της Βιολογικής Χημείας. Το 1977 εξελέγη καθηγήτρια της Διατροφής και Βιοχημείας της Υγειονομικής Σχολής Αθηνών, κατά τη διετία 1985-1987 διατέλεσε κοσμήτορας της Σχολής, ενώ το 2000 αναγορεύθηκε ομότιμη καθηγήτρια της Σχολής, η οποία είχε στο μεταξύ μετεξελιχθεί στην Εθνική Σχολή Δημόσιας Υγείας. Το 1994 της απενεμήθη ο τίτλος της πρόσεδρης καθηγήτριας (Adjunct Professor) Διατροφής της Σχολής Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ των ΗΠΑ, τον οποίο διατήρησε επί τέσσερα έτη. Κατά τη θητεία της στην Υγειονομική Σχολή Αθηνών (1990-1999) και στη συνέχεια στο Εργαστήριο Υγιεινής και Επιδημιολογίας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών (2000-2019), ήταν επικεφαλής του Συνεργαζόμενου Κέντρου Διατροφής του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας. Το 2006 συνίδρυσε το μη κερδοσκοπικό Ελληνικό Ίδρυμα Υγείας, στο οποίο κατέχει τη θέση του προέδρου από το 2014.
Το ερευνητικό έργο της εστιάζεται στην επιδημιολογία των χρόνιων νοσημάτων και στην ανάπτυξη πρωτοπόρων βάσεων δεδομένων υγείας που επέτρεψαν, μέχρι και σήμερα, τη διεξαγωγή και υποστήριξη επιστημονικών ερευνών με αντικείμενο την προαγωγή της υγείας και την πρόληψη ασθενειών, με επίκεντρο τον ελληνικό πληθυσμό και τη Δημόσια Υγεία. Συντόνισε ερευνητικά προγράμματα, όπως τα ΕΠΙΚ-ΕΛΛΑΣ (από το 1992 έως σήμερα) και ΥΔΡΙΑ (από το 2012-2015) καθώς και τη σειρά ευρωπαϊκών προγραμμάτων (1993-2010) που αφορά στη δημιουργία μιας πανευρωπαϊκής βάσης διατροφικών δεδομένων (DAFNE-ANEMOS), ενώ από το 2010 μέχρι το 2015 συντόνισε την επιδημιολογική έρευνα CHANCES, στην οποία συνδυάστηκαν προοπτικές μελέτες για παράγοντες υγείας που σχετίζονται με το γήρας στην Ευρώπη, καθώς και τις κοινωνικοοικονομικές τους επιπτώσεις.
Η καίρια συμβολή της στην ανάδειξη του σημαντικού ρόλου της μεσογειακής διατροφής στην υγεία -αναπτύσσοντας ένα πρότυπο βαθμονόμησης της προσήλωσης στην παραδοσιακή μεσογειακή διατροφή (Mediterranean Diet Score)- είχε παγκόσμια αναγνώριση. Παράλληλα, συνεχίζει να συμβάλλει στη διερεύνηση των σχέσεων της διατροφής με τον καρκίνο του μαστού, του παχέος εντέρου, του παγκρέατος, της ωοθήκης, του στομάχου και του πνεύμονα. Επιπλέον, ανέδειξε τη σχέση ατμοσφαιρικής ρύπανσης στην Ελλάδα και καρδιοαγγειακών νοσημάτων, καθώς και του καρκίνου του πνεύμονος.
Συγκαταλέγεται μεταξύ των δέκα επιστημόνων του ΕΚΠΑ, από όλες τις επιστήμες, που έχουν τον μεγαλύτερο αριθμό αναφορών, για την έρευνα που διεξήγαγαν στην Ελλάδα. Παράλληλα, έχει λάβει πολλαπλές βραβεύσεις, ενώ το 2003 της απονεμήθηκε από τον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας ο Χρυσός Σταυρός του Τάγματος της Τιμής, για την προσφορά της στον τομέα της διατροφής και της δημόσιας υγείας.