Ο αριθμός των θυμάτων του κορωνοϊού είναι αναμφίβολα το πιο μελανό αποτύπωμα της υγειονομικής κρίσης που βιώνουμε τους τελευταίους 20 μήνες.
Πρόκειται για ένα επιδημιολογικό στοιχείο που βρίσκεται σταθερά στο επίκεντρο της συζήτησης των επιστημονικών αρχών, αλλά και των υγειονομικών που έχουν το βάρος της νοσηλείας των ασθενών με COVID-19. Στη χώρα μας από τον Φεβρουάριο του 2020 που ενέσκηψε η πανδημία μέχρι και την περασμένη Πέμπτη έχουν καταγραφεί 16.706 νεκροί λόγω της λοίμωξης COVID-19 στα νοσηλευτικά ιδρύματα, με τους μισούς να έχουν χάσει τη ζωή τους τους τελευταίους οκτώ μήνες. Από τον περασμένο Αύγουστο και μετά οι θάνατοι αφορούν κυρίως ανεμβολίαστους πολίτες.
Το 41% του συνόλου των θανάτων της πανδημίας αναφέρεται από τα νοσοκομεία της Μακεδονίας και της Θράκης, σε μια μοιραία καταγραφή που ξεκίνησε ουσιαστικά πέρυσι τον Οκτώβριο με το δεύτερο κύμα της πανδημίας, που σηκώθηκε από τη Βόρεια Ελλάδα.
Το δυνατό ρεύμα των ασθενών προς τα νοσοκομεία της Θεσσαλονίκης αρχικά και στη συνέχεια όλων των μεγάλων πόλεων της Μακεδονίας, τον περσινό Νοέμβριο προκάλεσε μεγάλες ρωγμές στο ΕΣΥ που εξάντλησε όλες τις δυνατότητες συνεργασίας με ιδιώτες και προχώρησε και σε αεροδιακομιδές ασθενών προς την Αττική για να καλύψει τις ανάγκες της πανδημίας.
Τη θλιβερή πρωτιά της δυστυχώς τη διατηρεί και φέτος η Βόρεια Ελλάδα, λόγω της χαμηλής εμβολιαστικής κάλυψης του πληθυσμού της και ιδίως του ηλικιωμένου, που αποτελεί τον πιο εύκολο στόχο του κορωνοϊού. Στους 6.847 ανέρχονται οι άνθρωποι που έχασαν τη ζωή τους μετά από δύσκολη, μακρά ή σύντομη, νοσηλεία στα 28 νοσοκομεία της Βόρειας Ελλάδας.
Αλλοι 5.851 νεκροί είναι ο απολογισμός της πανδημίας για την Αττική των 3,8 εκατομμμυρίων κατοίκων και 3.600 είναι τα θύματα του κορωνοϊού στην Πελοπόννησο, στη Θεσσαλία, στην Ηπειρο και τα Ιόνια νησιά. Τέλος, 413 νεκροί είχαν δηλωθεί, μέχρι και την περασμένη Πέμπτη, στα νοσοκομεία της Κρήτης.
Σημειώνεται ότι η Ελλάδα ακολουθεί τον αρχικό ορισμό του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ) και καταγράφει ως θανάτους από την COVID-19 όλους τους θανάτους που σχετίζονται με κρούσματα της νόσου χωρίς χρονικό ή τοπικό περιορισμό. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι εάν η Ελλάδα ακολουθούσε π.χ. το σύστημα καταγραφής του Ηνωμένου Βασιλείου, βάσει του οποίου δηλώνονται οι θάνατοι εντός 28 ημερών από τη διάγνωση με κορωνοϊό, θα κατέγραφε 20% λιγότερους θανάτους. Μάλιστα, η χώρα μας θα θέσει στα αρμόδια ευρωπαϊκά όργανα το ζήτημα του ενιαίου τρόπου καταγραφής.
Στην πρώτη γραμμή
Τα νοσοκομεία που βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή της πανδημίας και νοσήλευσαν πολλές χιλιάδες ασθενείς με COVID, όπως «Σωτηρία» και «Ευαγγελισμός» στην Αττική, και ΑΧΕΠΑ και «Παπανικολάου» στη Θεσσαλονίκη, μετρούν σε αυτούς τους 20 μήνες 600-800 νεκρούς έκαστο. Αλλά και στα γενικά νοσοκομεία (Ιπποκράτειο, «Ερυθρός Σταυρός», ΚΑΤ, «Γεννηματάς», Θριάσιο και Γενικό Κρατικό Νίκαιας) που κλήθηκαν να συνδράμουν μόνο σε περιόδους κορύφωσης της πανδημίας, τον Νοέμβριο-Δεκέμβριο του 2020, αλλά και τον περασμένο Μάρτιο οι απώλειες είναι μεγάλες παρά το μικρό διάστημα που νοσήλευσαν ασθενείς με COVID: καταγράφηκαν από 288 έως 400 θάνατοι στο καθένα.
Βαρύ φορτίο σήκωσαν τα περιφερειακά νοσοκομεία των «κόκκινων» περιοχών στη Βόρεια Ελλάδα. Από τους 6.847 νεκρούς που μετρά η Μακεδονία και η Θράκη, οι 3.373 κατέληξαν στα νοσοκομεία των περιφερειακών ενοτήτων, πλην Θεσσαλονίκης. Ενδεικτικά, στο Νοσοκομείο Σερρών έχουν καταγραφεί 527 θάνατοι, σχεδόν όσοι και στο Ιπποκράτειο Θεσσαλονίκης, στο Νοσοκομείο Αλεξανδρούπολης 399, Καβάλας 354, Κατερίνης 364, Δράμας 221, Εδεσσας 261.
Στην Κεντρική Ελλάδα, στο αρνητικό βάθρο με τους ασθενείς που έχασαν τη ζωή τους βρίσκεται το Αχιλλοπούλειο Νοσοκομείο Βόλου με 437 νεκρούς. Τα δύο νοσοκομεία της Λάρισας που νοσηλεύουν ασθενείς με κορωνοϊό περισσότερο από έναν χρόνο από τη Θεσσαλία, τη Βόρεια Ελλάδα και τη Στερεά Ελλάδα έχουν καταγράψει 700 νεκρούς. Επίσης, σημαντικές ανθρώπινες απώλειες έχουν οι κλινικές και ΜΕΘ COVID στα νοσοκομεία Χαλκίδας (237 νεκροί), Τρικάλων (233), Λαμίας (182).
Πάνω από 500 ασθενείς με COVID έχασαν τη μάχη στα νοσοκομεία της Πάτρας, 172 στην Κόρινθο, 102 στην Καλαμάτα και 91 στον Πύργο. Στο Πανεπιστημιακό Nοσοκομείο Ιωαννίνων έχουν καταλήξει 157 ασθενείς καθ’ όλη τη διάρκεια της πανδημίας – πρέπει να σημειωθεί ότι νοσήλευσε ασθενείς από όμορες περιοχές, ακόμη και από τη Μακεδονία όποτε χρειαζόταν να συνδράμει. Εκατόν δεκατρείς (113) νεκροί περιλαμβάνονται στη θλιβερή λίστα των απωλειών του Nοσοκομείου Αγρινίου, ένα νοσοκομείο που βρέθηκε και στο μικροσκόπιο των ελεγκτικών αρχών του υπουργείου για την υψηλή θνητότητα στις ΜΕΘ COVID.
Χαμηλή κάλυψη
Οι επιστήμονες επισημαίνουν πως η χαμηλή εμβολιαστική κάλυψη συντηρεί το δυνατό ρεύμα νέων μολύνσεων και των νέων ασθενών που χρειάζονται νοσηλεία. Μέχρι και προχθές οι νοσηλευόμενοι ξεπερνούσαν τους 4.600 στη χώρα, με τους 1.020 να είναι σε Μονάδες. Ωστόσο, σημαντικό ρόλο στο αποτέλεσμα, στην ίαση ή στον θάνατο των ασθενών έχουν οι δυσλειτουργίες και τα κενά στο σύστημα υγείας.
Η έλλειψη γιατρών αναδείχθηκε στο διάστημα της πανδημίας σε μείζον πρόβλημα λόγω της μαζικής φυγής Ελλήνων επιστημόνων προς άλλες χώρες. Είναι ενδεικτικό ότι δεν υπάρχει ανταπόκριση ιατρών και νοσηλευτών στις προκηρύξεις του υπουργείου Υγείας.
Ενώ σύμφωνα με την Ομοσπονδία Ενώσεων Νοσοκομειακών Γιατρών Ελλάδας (ΟΕΝΓΕ), κλινικές COVID σε περιφερειακά νοσοκομεία στελεχώνονται, ελλείψει παθολόγων και πνευμονολόγων, με οφθαλμιάτρους, ΩΡΛ και ορθοπεδικούς.
Προβλήματα υπάρχουν και στις ΜΕΘ, ένα πεδίο που κλήθηκε να σηκώσει τεράστιο βάρος έχοντας ήδη κρίσιμα κενά. Μάλιστα, παρά τις κλίνες που αναπτύχθηκαν και τον εξοπλισμό που διατέθηκε, η πραγματικότητα παραμένει δύσκολη, καθώς σε επίπεδο έμπειρου ανθρώπινου δυναμικού δεν υπάρχει η επιθυμητή κάλυψη σε πολλά νοσοκομεία της Περιφέρειας αλλά και της Αττικής.