Μια ανάσα από το «κόκκινο» βρίσκεται η Θεσσαλονίκη, με τους ειδικούς να αναμένεται να αποφασίσουν σήμερα για το αν θα παρθούν μέτρα στην πόλη, καθώς υπάρχει μεγάλη αύξηση του επιδημιολογικού φορτίου.
Την ίδια ώρα, εκτοξεύτηκε το ιικό φορτίο στα λύματα και σε Αττική κατά 58%, Αλεξανδρούπολη 198%, Ξάνθη 166% και Λάρισα 62%, και όπως δήλωσε στην ΕΡΤ ο Νίκος Θωμαΐδης, καθηγητής Αναλυτικής Χημείας του ΕΚΠΑ φαίνεται ότι ανοίγει ένας νέος κύκλος διάδοσης στις περιοχές αυτές. Και αυτό θα φανεί τις επόμενες ημέρες στον αριθμό των κρουσμάτων, που αναμένεται να φτάσουν τις 3.500 ημερησίως, ανάλογα βέβαια και με τον αριθμό των τεστ που θα πραγματοποιηθούν.
Ο Νίκος Θωμαΐδης ανέφερε ότι «φέτος βρισκόμαστε σε μια διαφορετική κατάσταση, καθώς πέρυσι είχαμε πολύ χαμηλό αριθμό κρουσμάτων, καθώς τέτοια εποχή ξεκινούσε το δεύτερο κύμα, πολύ αργά. Τώρα βρισκόμαστε στην ολοκλήρωση του 4ου κύματος και ενδεχομένως να ξεκινάει το 5ο κύμα το οποίο αναμένεται να κορυφωθεί τέλος Οκτωβρίου».
Ο καθηγητής προσέθεσε ότι αυτό συμβαίνει και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες που έχουν χαμηλό ποσοστό εμβολιασμών, δηλ. κάτω από το μέσο όρο, όπως και στην Ελλάδα, ενώ αντίθετα σε χώρες όπως η Ισπανία, η Πορτογαλία, η Δανία και η Γερμανία, που έχουν μεγάλο ποσοστό εμβολιασμών, θα δείτε ότι ολοκληρώνεται πολύ ομαλά αυτό το 4ο κύμα και δεν φαίνεται ορατή μία νέα αυξηση. Είναι σαν να βγαίνουν από την πανδημία, είπε χαρακτηριστικά, διευκρινίζοντας ότι σίγουρα θα υπάρχει μια νέα διάδοση στους μη εμβολιασμένους αλλά θα είναι πιο ήπια.
Αναφερόμενος στις αναλύσεις των λυμάτων, ο κ. Θωμαΐδης επεσήμανε ότι μέχρι και το καλοκαίρι ήταν αυξημένη η χρήση αγχολυτικών αν και ήταν σχετικά μειωμένη από τον περασμένο Μάρτιο και Απρίλιο. “Αυτό ήρθε για να μείνει τελικά”, είπε χαρακτηριστικά και ανέφερε ότι η αύξηση χρήσης των αγχολυτικών ξεκίνησε με την οικονομική κρίση το 2012 όπου κορυφώθηκε το 2014 και πλέον είναι κάτι που γίνεται συνέχεια και οι Έλληνες καταφεύγουν σε αυτά. Προσέθεσε δε ότι δεν έχουμε καταφέρει να επιστρέψουμε σε επίπεδα 2012, ενώ το γεγονός ότι οι Έλληνες περιμένουν διακαώς το τέλος της πανδημίας και το μη ορατό τέλος της δημιουργεί αυτή την κατάσταση.