Δεν έχει συμπληρωθεί ακόμη ένας μήνας από την έναρξη του προγράμματος χορήγησης ενισχυτικών δόσεων του εμβολίου κατά της COVID-19 και το Ισραήλ έχει ενδείξεις του θετικού αντίκτυπου της εκστρατείας αυτής στο επίπεδο προστασίας κατά της μόλυνσης και της σοβαρής νόσησης που έχει πυροδοτήσει η πολύ μεταδοτική παραλλαγή Δέλτα, υπογραμμίζουν αξιωματούχοι και επιστήμονες.
Η παραλλαγή Δέλτα εμφανίστηκε στο Ισραήλ τον Ιούνιο, την ώρα που η χώρα είχε αρχίσει να καταγράφει τα θετικά αποτελέσματα της ταχύτερης εμβολιαστικής εκστρατείας στον κόσμο.
Με την οικονομία της ανοιχτή και τα περισσότερα περιοριστικά μέτρα να έχουν αρθεί, η χώρα κινήθηκε από μονοψήφια ημερήσια νέα κρούσματα και μηδενικούς θανάτους σε περίπου 7.500 νέα κρούσματα την περασμένη εβδομάδα, 600 νοσηλείες σε σοβαρή κατάσταση και πάνω από 150 νέους θανάτους μόνο κατά τη συγκεκριμένη εβδομάδα.
Στις 30 Ιουλίου το Ισραήλ ξεκίνησε να χορηγεί ενισχυτικές δόσεις του εμβολίου της Pfizer/BioNTech σε ανθρώπους άνω των 60 ετών και έγινε η πρώτη χώρα που το έπραξε. Την Πέμπτη επέκτεινε το μέτρο ώστε να καλύπτει όλους όσοι είναι άνω των 40 ετών και οι οποίοι είχαν λάβει τη δεύτερη δόση πριν από τουλάχιστον πέντε μήνες, λέγοντας ότι το όριο ηλικίας πιθανόν να μειωθεί περαιτέρω.
Κατά τις τελευταίες δέκα ημέρες η πανδημία εμφανίζει σημάδια υποχώρησης ανάμεσα σε εκείνους της πρώτης ηλικιακής ομάδας – περισσότεροι από ένα εκατομμύριο εκ των οποίων έχουν λάβει ενισχυτική δόση – σύμφωνα με στοιχεία του ισραηλινού υπουργείου Υγείας και με επιστήμονες που μίλησαν στο Reuters.
Ο εκτιμώμενος ρυθμός αναπαραγωγής της επιδημίας της Covid-19, ο αριθμός R, μεταξύ των εμβολιασμένων άνω των 60 ετών ξεκίνησε να μειώνεται σταθερά γύρω στις 13 Αυγούστου και έχει πέσει κάτω από το 1, γεγονός που υποδηλώνει ότι κάθε μολυσμένο άτομο μεταδίδει τον ιό σε λιγότερο από ένα πρόσωπο.
Ένας ρυθμός αναπαραγωγής μικρότερος του ενός σημαίνει ότι η πανδημία υποχωρεί.
Οι επιστήμονες υποστηρίζουν ότι οι ενισχυτικές ή αναμνηστικές δόσεις έχουν θετικές επιπτώσεις, αλλά πιθανόν και άλλοι λόγοι να συνεισφέρουν στη μείωση του αριθμού των μολύνσεων.
«Οι αριθμοί παραμένουν πολύ υψηλοί, αλλά αυτό που έχει αλλάξει είναι ότι η πολύ μεγάλη αύξηση στο ποσοστό των μολύνσεων και των σοβαρών κρουσμάτων έχει περιοριστεί, όπως έχει περιοριστεί και η ταχύτητα εξάπλωσης της πανδημίας», λέει ο Έραν Σίγκαλ, ένας επιστήμονας δεδομένων στο Ινστιτούτο Επιστημών Weizmann, ο οποίος είναι και σύμβουλος της κυβέρνησης.
«Αυτό πιθανόν να οφείλεται στις τρίτες αναμνηστικές δόσεις, σε μια αύξηση του αριθμού εκείνων που λαμβάνουν την πρώτη δόση και στον υψηλό αριθμό των εβδομαδιαίων μολύνσεων, πιθανόν έως και 100.000, που σήμερα έχουν φυσική ανοσία», εξήγησε ο Σίγκαλ.