Όσοι έχουν εμβολιαστεί κατά της Covid-19 με μία δόση του σκευάσματος της AstraZeneca, ανεξαρτήτως ηλικίας, θα λάβουν τη β’ δόση με ένα από τα εμβόλια τύπου mRNA (BioNTech/Pfizer ή Moderna) και το διάστημα μεταξύ των δύο εμβολιασμών θα πρέπει να είναι τουλάχιστον τέσσερις εβδομάδες, ανακοίνωσε νωρίτερα απόψε η Διαρκής Επιτροπή Εμβολιασμών (Stiko) της Γερμανίας, αναθεωρώντας προηγούμενη σύστασή της.
Όπως διευκρίνισε η Επιτροπή, η αλλαγή της σύστασης οφείλεται αφενός στην εξάπλωση της παραλλαγής «Δέλτα» του βασικού στελέχους του νέου κορωνοϊού, αλλά και στις έρευνες που δείχνουν ότι η ανοσοαπόκριση από τον συνδυασμό του εμβολίου της AstraZeneca με ένα από τα εμβόλια BioNTech/Pfizer ή Moderna είναι «σαφώς ανώτερη» από αυτήν έπειτα από δύο δόσεις του σκευάσματος της AstraZeneca. Η Stiko διευκρινίζει ωστόσο ότι η σύστασή της δίδεται με την επιφύλαξη των σχολίων που θα προκύψουν από τη διαδικασία, η οποία ακόμη δεν έχει ακόμη ξεκινήσει.
Έως τώρα, η Επιτροπή, η οποία έχει συμβουλευτικό χαρακτήρα, συνιστούσε τον συνδυασμό των δύο σκευασμάτων μόνο στην περίπτωση που κάποιο άτομο κάτω των 60 ετών είχε λάβει την α’ δόση του εμβολίου της AstraZeneca πριν εκδοθεί η σύσταση που συνιστούσε τη χορήγηση του εν λόγω σκευάσματος μόνο στους μεγαλύτερους.
Επιπλέον, όπως αναφέρει η Επιτροπή, υπό την απειλή της παραλλαγής «Δέλτα», η οποία, σύμφωνα με τον υπουργό Υγείας Γενς Σπαν, εντός του Ιουλίου αναμένεται να έχει φθάσει στο 70-80% του συνόλου των κρουσμάτων, είναι σημαντικό «η β’ δόση να χορηγηθεί εγκαίρως», καθώς μετά από μόνο μία δόση, η προστασία έναντι της παραλλαγής φαίνεται «σημαντικά περιορισμένη».
Σε ό,τι αφορά το διάστημα μεταξύ δύο δόσεων από το εμβόλιο της Moderna, η Stiko συνιστά τέσσερις έως έξι εβδομάδες, ενώ για το εμβόλιο των BioNTech/Pfizer τρεις έως έξι εβδομάδες. Εάν κάποιος εμβολιαστεί με δύο δόσεις από το σκεύασμα της AstraZeneca, θα πρέπει να μεσολαβήσουν εννέα έως δώδεκα εβδομάδες.
Μέχρι σήμερα στη Γερμανία έχουν εμβολιαστεί πλήρως 31 εκατομμύρια άνθρωποι ή το 37,3% του συνολικού πληθυσμού. Τουλάχιστον την α’ δόση έχουν λάβει 45,8 εκατομμύρια άνθρωποι (55,1%), ενώ τα τρία τέταρτα των εμβολιασμών έχουν γίνει με το εμβόλιο των BioNtech/Pfizer.