Καθώς αυξάνεται ο αριθμός των εμβολιασμένων, ολοένα περισσότεροι αναρωτιούνται μήπως πρέπει μετά τον εμβολιασμό να κάνουν τεστ αντισωμάτων για να βεβαιωθούν ότι το εμβόλιο είχε αποτέλεσμα στον οργανισμό τους.
Στο ερώτημα «έχω άραγε αρκετά αντισώματα που με κρατάνε ασφαλή μετά τον εμβολιασμό μου;», η απάντηση είναι «ναι» για τη συντριπτική πλειονότητα των εμβολιασμένων, γι’ αυτό οι επιστήμονες γενικά συνιστούν ενάντια σε τεστ αντισωμάτων μετά τον εμβολιασμό. Με μερικές όμως εξαιρέσεις για ορισμένους ανθρώπους, κυρίως για όσους έχουν εξασθενημένο ανοσοποιητικό σύστημα ή παίρνουν συγκεκριμένα φάρμακα, κάτι που αφορά π.χ. όσους έχουν κάνει μεταμόσχευση οργάνου, έχουν μερικούς καρκίνους του αίματος και όσους λαμβάνουν στεροειδή ή άλλα φάρμακα που καταστέλλουν το ανοσοποιητικό σύστημα. Ένα σημαντικό ποσοστό αυτών των ανθρώπων δεν παράγουν επαρκή αντισώματα μετά τον εμβολιασμό, γι’ αυτό άλλωστε εξετάζεται μέσω νεότερων μελετών η πιθανότητα να κάνουν μια επιπρόσθετη ενισχυτική δόση.
Από την άλλη, ορισμένοι άνθρωποι που έχουν εμβολιαστεί και δεν ανήκουν στις παραπάνω εξαιρέσεις, σπεύδουν στη συνέχεια για τεστ αντισωμάτων χωρίς λόγο και μάλιστα μπορεί -επίσης άνευ λόγου- να ανησυχήσουν, αν δεν κάνουν το σωστό τεστ ή στη σωστή ώρα. Αν κάποιος βιαστεί να κάνει το τεστ αντισωμάτων μετά τον εμβολιασμό ή ψάξει για λάθος αντισώματα και πάρει αρνητικά αποτελέσματα, μπορεί να νομίσει ότι είναι ευάλωτος στον κορονοϊό, ενώ δεν είναι.
Οι περισσότεροι επιστήμονες θα προτιμούσαν ο μέσος εμβολιασμένος να μην κάνει καθόλου τεστ αντισωμάτων, γιατί αυτά είναι περιττά και μπορεί να τον μπερδέψουν άσκοπα. Στις κλινικές δοκιμές τα εμβόλια προκάλεσαν ισχυρή απόκριση αντισωμάτων σχεδόν σε όλους τους συμμετέχοντες.
«Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν θα έπρεπε καν να ανησυχούν για κάτι τέτοιο», δήλωσε στους «Τάιμς της νέας Υόρκης» η διακεκριμένη καθηγήτρια ανοσολογίας Ακίκο Ιβασάκι του Πανεπιστημίου Γιέηλ, η οποία τόνισε ότι, αν κάποιος επιμένει να κάνει τεστ αντισωμάτων, πρέπει να κάνει το σωστό.
Στην αρχή της πανδημίας αρκετά τεστ αντισωμάτων σχεδιάστηκαν για να αναζητούν αντισώματα έναντι της πρωτεΐνης Ν του κορονοϊού, επειδή αυτά ήσαν άφθονα στο αίμα μετά τη λοίμωξη. Όμως αυτά τα αντισώματα δεν είναι τόσο ισχυρά όσο αυτά που απαιτούνται για την εξουδετέρωση του ιού, ούτε τόσης διάρκειας.
Ακόμη πιο σημαντικό, τα αντισώματα έναντι της πρωτεΐνης Ν δεν παράγονται από τα εγκεκριμένα εμβόλια, τα οποία αντίθετα παράγουν αντισώματα έναντι της πρωτεΐνης-ακίδας (S) του κορονοϊού. Αν κάποιος ποτέ δεν μολύνθηκε από τον κορονοϊό (ώστε να αναπτύξει αντισώματα κατά της πρωτεΐνης Ν), εμβολιαστεί και μετά κάνει τεστ αντισωμάτων για πρωτεΐνη Ν (και όχι την S όπως θα έπρεπε), το τεστ θα βγει αρνητικό και αυτός θα πάθει σοκ άνευ λόγου.
Το Μάιο ο Οργανισμός Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) των ΗΠΑ τάχθηκε κατά της χρήσης τεστ αντισωμάτων στους εμβολιασμένους. Ορισμένοι γιατροί δεν έχουν ακόμη γνώση των διαφορών ανάμεσα στα τεστ αντισωμάτων και του γεγονότος ότι μετρούν μόνο μια μορφή ανοσίας έναντι του κορωνοϊού. Επιπλέον, τα γρήγορα τεστ αντισωμάτων (rapid) συχνά δίνουν απλώς μια αρνητική ή καταφατική απάντηση (όχι-ναι), αγνοώντας αν το επίπεδο των αντισωμάτων είναι χαμηλό ή υψηλό.
Οι επιστήμονες τονίζουν ότι, αν κάποιος θέλει να κάνει τεστ αντισωμάτων, είναι σημαντικό να περιμένει τουλάχιστον δύο εβδομάδες μετά τη δεύτερη δόση ενός εμβολίου mRNA (Pfizer/BioNTech ή Moderna), ώστε τα επίπεδα των αντισωμάτων να έχουν αυξηθεί επαρκώς και να είναι ανιχνεύσιμα. Στην περίπτωση του μονοδοσικού εμβολίου της Johnson & Johnson ίσως χρειαστεί να περιμένει έως τέσσερις εβδομάδες.
Τέλος, αλλά όχι λιγότερο σημαντικό, πέρα από τα εξουδετερωτικά αντισώματα, τα εμβόλια «χτίζουν» και κυτταρική ανοσία, η οποία δεν μετριέται στα τεστ αντισωμάτων.