Την έντονη αγωνία του εξέφρασε ο κλάδος του φαρμάκου, κατά την τακτική γενική συνέλευση του Συνδέσμου Φαρμακευτικών Εταιριών Ελλάδας (ΣΦΕΕ), για το πώς θα διασφαλιστεί η βιωσιμότητά του στη μετά-μνημονιακή εποχή, βιωσιμότητα που συσχετίζεται άμεσα με εκείνη του συστήματος υγείας και των πολιτών.
Θεωρώντας πως η μετα-μνημονιακή περίοδος που διανύει η χώρα μπορεί να γίνει αφετηρία θετικών διαδρομών για όλους τους εμπλεκόμενους στο φαρμακευτικό τομέα, η γενική συνέλευση του ΣΦΕΕ στο ψήφισμά της υπογραμμίζει τις τρεις απαραίτητες προϋποθέσεις για τον κλάδο του φαρμάκου: «προβλέψιμο περιβάλλον που θα διασφαλίσει τη βιωσιμότητα των εταιρειών, συνυπευθυνότητα πολιτείας-παρόχων στις υπερβάσεις των κλειστών προϋπολογισμών και ταχεία υλοποίηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, ώστε να βελτιωθεί η Δημόσια Υγεία με ταυτόχρονη αύξηση των επενδύσεων και της απασχόλησης».
«Το 2019, που αποτελεί την πρώτη μετα-μνημονιακή χρονιά, θα πρέπει επιτέλους να βρεθεί μια ισορροπία που θα διασφαλίσει τη βιωσιμότητα του συστήματος υγείας και των παρόχων, την καλή υγεία των πολιτών αλλά και την οικονομική ανάπτυξη» αναφέρει ο Σύνδεσμος.
Ωστόσο, διαπιστώνει πως, παρά την έξοδο από τα μνημόνια, η λιτότητα στον χώρο της υγείας συνεχίζεται, δεδομένου ότι η λογική της κλειστής φαρμακευτικής δαπάνης επεκτείνεται μέχρι το 2022 με νομοθετική ρύθμιση, γεγονός που επιδεινώνει ακόμη περισσότερο τις συνθήκες λειτουργίας και τις προοπτικές του κλάδου στη χώρα. Τρεις είναι οι «απειλές» της βιωσιμότητας κατά τον ΣΦΕΕ: «η έλλειψη προβλεψιμότητας και σταθερότητας, οι υπέρογκες άμεσες κι έμμεσες επιβαρύνσεις, το ανεξέλεγκτο clawback».
Υπενθυμίζουν, μάλιστα, πως η δημόσια φαρμακευτική δαπάνη παραμένει σταθερή για τέταρτη συνεχή χρονιά, για τον ΕΟΠΥΥ στα 1,945 δις ευρώ και για τα νοσοκομεία στα 570 εκατ. ευρώ. Και ότι παρόλο που προηγήθηκε δραστική μείωση της φαρμακευτικής δαπάνης κατά 60% σε σχέση με την προηγούμενη δεκαετία, η πρόσβαση των ασθενών στις θεραπείες τους δεν επηρεάστηκε, γιατί οι φαρμακευτικές εταιρείες, μέσω των υποχρεωτικών εκπτώσεων κι επιστροφών (clawback και rebates), απορρόφησαν όλη την υπέρβαση.
Οι κίνδυνοι για τον φαρμακευτικό κλάδο
Αναφέρει ειδικότερα ο ΣΦΕΕ πως κάθε χρόνο το clawback αυξάνεται δραματικά και σύμφωνα με τα μέχρι τώρα στοιχεία του 2018 οι επιβαρύνσεις (clawback και rebate) θα ξεπεράσουν τα € 990 εκατ. στην εξωνοσοκομειακή δαπάνη, ενώ εάν υπολογιστούν και τα νοσοκομεία (€436 εκατ. κατ’ ελάχιστο) το ποσό θα πλησιάσει τα €1,5 δις (από €1,2 δις που έφτασε το 2017).
Επίσης, τονίζει πως οι επιβαρύνσεις είναι τέσσερις φορές πάνω από τον Ευρωπαϊκό μέσο όρο και, παράλληλα, το υψηλότερο ποσοστό από κάθε άλλο κλάδο της Ελληνικής οικονομίας. Τέλος, πως ο κλάδος αποτελεί βασικό πυλώνα χρηματοδότησης του δημόσιου συστήματος υγείας, καθώς μόνο από υποχρεωτικές επιστροφές και εκπτώσεις (clawback και rebate) έχει αποδώσει στο κράτος 5,3 δις. ευρώ για τα έτη 2012-2018!
Το μήνυμα του ΣΦΕΕ προς την πολιτεία
Διαρθρωτικές αλλαγές και όρια στο clawbacκ ζητούν οι φαρμακευτικές επιχειρήσεις για να στηρίζουν τη Δημόσια Υγεία και την Οικονομία και το Κράτος θα είναι αδύνατο να παρέχει μακροπρόθεσμα σωστή φροντίδα για τους Έλληνες πολίτες.
Οι μεταρρυθμίσεις, που έχουν μείνει μετέωρες, η όπως αξιολόγηση τεχνολογιών υγείας (ΗΤΑ), η διαπραγμάτευση τιμών, τα μητρώα ασθενών, τα θεραπευτικά πρωτόκολλα, ο ηλεκτρονικός φάκελος ασθενούς, οι ελεγκτικοί μηχανισμοί στην ηλεκτρονική συνταγογράφηση έπρεπε να είναι ήδη σε πλήρη ισχύ. Επίσης, ζητούν το μέγεθος της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης να επαναξιολογηθεί με βάση τις τρέχουσες επιδημιολογικές αλλά και υγειονομικές ανάγκες. Θα πρέπει ακόμη να εξεταστεί το ενδεχόμενο δημιουργίας πρόσθετων προϋπολογισμών για την πρόληψη (εμβόλια), τις κοινωνικά ευπαθείς ομάδες και άλλες ανελαστικές συνιστώσες της δαπάνης.
Τέλος, ο ΣΦΕΕ ζητά μια δέσμη ουσιαστικών αναπτυξιακών κινήτρων που θα δώσει τη δυνατότητα στον κλάδο να μεγιστοποιήσει τις αναπτυξιακές προοπτικές του, όπως για παράδειγμα η αφαίρεση των δαπανών έρευνας και ανάπτυξης από το clawback.