Ανατροπές στον οδικό χάρτη που είχαν «σχεδιάσει» υπουργείο Υγείας και φαρμακευτικές εταιρείες, όπως αυτός αποτυπώθηκε στις πρόσφατες νομοθετικές ρυθμίσεις για την τιμολογιακή πολιτική του φαρμάκου, επιφέρει η απαίτηση του υπουργείου Εργασίας για καταβολή υποχρεωτικών εκπτώσεων (rebate) από το 2006 έως το 2010.
Το επίμαχο ποσό υπολογίζεται σε περίπου 241 εκατ. ευρώ, ωστόσο άδηλο παραμένει ποιο μέρος του ποσού αυτού θα μπορέσει να εισπραχθεί από τον κρατικό μηχανισμό. Κι αυτό διότι τα έτη 2006 – 2007, η Κοινή Υπουργική Απόφαση (ΚΥΑ) που καθόριζε τις οφειλές ακυρώθηκε από το Συμβούλιο της Επικρατείας, για τυπικούς λόγους, έπειτα από προσφυγή των εταιρειών. Το 2008 εκδόθηκε σχετική υπουργική απόφαση η οποία όμως δεν εφαρμόστηκε. Για τη διετία 2009-2010 καθορίστηκαν οι οφειλές, αλλά δεν βεβαιώθηκαν ούτε εισπράχθηκαν στο σύνολό τους.
Επικοινωνιακό πυροτέχνημα ή δημοσιονομική ανάγκη;
Με την κυβέρνηση να βρίσκεται σε θέση άμυνας από την περασμένη εβδομάδα, επιχειρώντας να αποκρούσει τα ισχυρά βέλη της αντιπολίτευσης σχετικά με τα «δώρα» που προσέφερε στις φαρμακευτικές εταιρείες στην επίμαχη διάταξη για την τιμολόγηση των φαρμάκων, ευλόγως μπορεί να σκεφθεί κάποιος ότι πρόκειται για επικοινωνιακό πυροτέχνημα. Και ότι η κυβέρνηση προσπαθεί να «επανεφεύρει» το ηθικό πλεονέκτημα της αριστεράς και, λίγο πριν από τις εκλογές κλείνοντας πονηρά το μάτι στους ψηφοφόρους, τα βάζει με τις επιχειρήσεις του φαρμακευτικού κλάδου επαναφέροντας στο προσκήνιο το «πάρτι του φαρμάκου».
Μια άλλη οπτική είναι βεβαίως και αυτή της προσπάθειας κάλυψης μιας δημοσιονομικής τρύπας στα ασφαλιστικά ταμεία – δεδομένου ότι το θέμα επιχειρείται να πιστωθεί στο υπουργείο Εργασίας και την επικεφαλής του, κυρία Έφη Αχτσιόγλου.
Τι μέλλει γενέσθαι με το ανείσπρακτο rebate
Οι νομικές υπηρεσίες των φαρμακευτικών εταιρειών τηρούν μεν στάση αναμονής μέχρι τον καθορισμό των λεπτομερειών για το θέμα, ωστόσο εκτιμούν ότι δεν υπάρχει ουσιαστικό νομικό έρεισμα για αυτές τις απαιτήσεις.
Σε δηλώσεις του στο ygeiamou.gr ο πρόεδρος του Συνδέσμου Φαρμακευτικών Εταιριών Ελλάδας (ΣΦΕΕ), κ. Ολύμπιος Παπαδημητρίου ξεκαθαρίζει πως «δεν έχει αθετηθεί από πλευράς μας κάτι που απαιτήθηκε νόμιμα».
«Οι επιχειρήσεις – μέλη του ΣΦΕΕ, έχουν πληρώσει ό,τι τούς έχει καταλογιστεί και ό,τι δεν έχει καταπέσει στα δικαστήρια. Δεν έχει ευθύνη ο κλάδος για οφειλές που τυχόν δεν έχουν βεβαιωθεί – και μάλιστα έπειτα από δέκα χρόνια. Η εκτίμησή μας είναι, με βάση τα όσα γνωρίζουμε για τα μέλη μας, πως δεν υπάρχουν εκκρεμότητες. Δεν έχει αθετηθεί από πλευράς μας κάτι που απαιτήθηκε νόμιμα. Κι επίσης, θεωρούμε σημαντική παράμετρο αυτής της υπόθεσης ότι ενώ η χώρα βρίσκεται σε φάση ανάπτυξης και προσέλκυσης ξένων επενδύσεων, η κυβέρνηση κάνει πισωγυρίσματα επιχειρώντας να καταλογίσει ποσά που αφορούν διάστημα προ 10ετίας», λέει ο κ. Παπαδημητρίου.
Στο ίδιο μήκος κύματος, πηγές της Πανελλήνιας Ένωσης Φαρμακοβιομηχανίας (ΠΕΦ) δηλώνουν πως οι εταιρίες τους ως πυλώνες της ελληνικής βιομηχανίας προσπαθούν πάντοτε να είναι σύννομες, ακόμη και όταν σε περιπτώσεις όπως η παρούσα, που όσα ανακοινώθηκαν από τα υπουργεία Εργασίας και Υγείας, κινούνται σε θολό τοπίο.
«Στο μέτρο που αποδειχθεί νομικά ότι υπάρχουν οφειλές που δεν έχουν πληρωθεί από μέλη μας, και αυτές καταλογιστούν, αυτό θα τακτοποιηθεί. Δεν είναι δυνατό όμως να δεχθούμε να καταλογιστούν στον κλάδο μας οι ατέλειες του δημοσιονομικού συστήματος της χώρας και των σχετικών εισπρακτικών μηχανισμών», λένε χαρακτηριστικά.
Τόσο ο ΣΦΕΕ όσο και η ΠΕΦ τονίζουν τη συνέπειά τους στην καταβολή του υπέρογκου όπως το χαρακτηρίζουν clawback (υποχρεωτική επιστροφή της υπέρβασης του κλειστού προυπολογισμού για τη φαρμακευτική δαπάνη) που σε συνδυασμό με το rebate αγγίζει το 40% του τζίρου των επιχειρήσεων, παρόλο που έχουν επανειλλημμένα υποστηρίξει πως τα μέτρα αυτά ( clawback και rebate) απειλούν τη βιωσιμότητά τους και την πρόσβαση των Ελλήνων ασθενών σε σωτήριες θεραπείες.