Στη Χρόνια Αποφρακτική Πνευμονοπάθεια (ΧΑΠ) ήταν αφιερωμένη η 18η Νοεμβρίου. Μια νόσος που αφορά στο 10-11% των ανθρώπων 45 ετών και άνω με προδιαθεσικό παράγοντα.
Η χθεσινή Παγκόσμια Ημέρα κατά της ΧΑΠ ταυτίζεται με τη συμπλήρωση ενός έτους από την έναρξη της ενημερωτικής εκστρατείας #happyBREATHday, που υλοποιείται από τη φαρμακευτική εταιρεία Chiesi Hellas ΑΕΒΕ, υπό την αιγίδα της Ελληνικής Πνευμονολογικής Εταιρείας (ΕΠΕ), για την ενημέρωση και ευαισθητοποίηση του κοινού σχετικά με αυτή τη σοβαρή νόσο και τις επιπτώσεις της στη ζωή των ασθενών, ανά τα χρόνια.
Με αφορμή τον διπλό αυτό εορτασμό, στην σελίδα της καμπάνιας #happyBREATHday στο Facebook προβλήθηκε μια πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση μεταξύ διακεκριμένων πνευμονολόγων, που απάντησαν στα πιο δημοφιλή ερωτήματα σχετικά με τη ΧΑΠ και τους τρόπους αντιμετώπισής της μεταδίδοντας το αισιόδοξο μήνυμα ότι «η ΧΑΠ είναι μια νόσος που προλαμβάνεται και ελέγχεται και οι ασθενείς με ΧΑΠ μπορούν να έχουν μια καλή ποιότητα ζωής».
Συγκεκριμένα, στη συζήτηση έλαβαν μέρος ο κύριος Στέλιος Λουκίδης, Καθηγητής Πνευμονολογίας στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και Πρόεδρος της Ελληνικής Πνευμονολογικής Εταιρείας (ΕΠΕ), η κυρία Αφροδίτη Μπούτου, Πνευμονολόγος-Επιμελήτρια Β’ στο Γενικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης «Γεώργιος Παπανικολάου» και ο κύριος Ελευθέριος Βρουβάκης, Πνευμονολόγος-Φυματιολόγος και Διευθυντής της Πνευμονολογικής Κλινικής «Ανάσα» στο Metropolitan Hospital.
ΧΑΠ: Η νόσος των καπνιστών
Η χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια (ΧΑΠ) είναι μια χρόνια νόσος που αφορά στους πνεύμονες και στην Ελλάδα αφορά περίπου το 10-11% ανθρώπων άνω των 45 ετών που έχουν προδιαθεσικό παράγοντα, και όπως εξήγησε ο κ. Λουκίδης «προκαλείται συνήθως από το κάπνισμα αν και άλλοι παράγοντες μπορεί να συμμετέχουν είτε συνεργικά είτε ως ανεξάρτητοι. Ενδεικτικά η καύση βιομάζας, οι λοιμώξεις και η μόλυνση του περιβάλλοντος. Η ΧΑΠ προκαλεί συμπτώματα όπως βήχας, απόχρεμψη, δύσπνοια τα οποία ποικίλουν σε βαρύτητα ενώ στα αρχικά στάδια μπορεί να είναι πολύ ήπια».
Η κυρία Μπούτου συμπλήρωσε ωστόσο ότι «για την εκδήλωση της ΧΑΠ, όπως και για κάθε χρόνιο νόσημα, παίζουν ρόλο πολλοί παράγοντες, όπως για παράδειγμα η γενετική προδιάθεση, οι συχνές και σοβαρές λοιμώξεις στην παιδική ηλικία και η επαγγελματική έκθεση σε αέρια και σωματίδια. Ωστόσο, στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων, το κάπνισμα αποτελεί τον σημαντικότερο παράγοντα για την εκδήλωσή της. Και φυσικά όταν αναφερόμαστε στο κάπνισμα, δεν εννοούμε μόνο το ενεργητικό, δηλαδή τα τσιγάρα που κάνει ένας καπνιστής, αλλά και το παθητικό, δηλαδή τον καπνό που εισπνέουν όσοι βρίσκονται στον ίδιο χώρο με έναν καπνιστή. Για το λόγο αυτό η διακοπή καπνίσματος είναι η πρώτη και σημαντικότερη παρέμβαση που συστήνεται σε όλους και για να προληφθεί η ανάπτυξη της νόσου, αλλά ακόμη και μετά την εκδήλωσή της, προκειμένου να είναι πιο αποτελεσματική η αντιμετώπισή της και καλύτερη η ποιότητα ζωής του ασθενή».
Συνεπώς από τα λεγόμενα των δύο ειδικών καθίσταται σαφές ότι όχι άδικα η ΧΑΠ θεωρείται η «νόσος των καπνιστών», αφού τελικά το κάπνισμα διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στην εκδήλωση της. Ενώ έχει επίσης τεκμηριωθεί επιστημονικά ότι η διακοπή του καπνίσματος μπορεί να βελτιώσει καθοριστικά την ποιότητα ζωής των ασθενών.
Τα συμπτώματα που χτυπούν «καμπανάκι»
H ΧΑΠ, σύμφωνα με τον κ. Βρουβάκη, εκδηλώνεται με κάποια συμπτώματα που θα πρέπει να ωθήσουν τον ασθενή να αναζητήσει ιατρική βοήθεια. «Πρόκειται για τη δυσκολία διεκπεραίωσης καθημερινών δραστηριοτήτων, όπως να ανέβει σκάλες, να σηκωθεί από το κρεβάτι ή να κάνει τις δουλειές του σπιτιού, λόγω έντονου αισθήματος δυσφορίας, τον βήχα που λανθασμένα γίνεται αντιληπτός ειδικά από τον καπνιστή ως “φυσιολογικός”, είτε είναι παραγωγικός, είτε όχι, ενώ ακόμα το άτομο μπορεί να χάνει σωματικό βάρος σταδιακά, να βιώνει άγχος και κατάθλιψη και γενικότερα να έχει απώλεια ευεξίας. Επομένως καταλαβαίνετε πως όλα τα παραπάνω σίγουρα επηρεάζουν αρνητικά την ποιότητα ζωής των ασθενών με ΧΑΠ», όπως είπε.
Πώς γίνεται η διάγνωση
Παρά το γεγονός ότι το ιστορικό του ασθενή (κάπνισμα, χρόνια συμπτώματα, όπως δύσπνοια και βήχας ή συχνές λοιμώξεις αναπνευστικού) θέτουν την υποψία της ΧΑΠ, η διάγνωση γίνεται μόνο με τη σπιρομέτρηση, όπως εξήγησε η κυρία Μπούτου. «Και είναι πολύ σημαντικό να τεθεί σωστά η διάγνωση και να εκτιμηθεί και το στάδιο της νόσου, προκειμένου ο ασθενής να λάβει την κατάλληλη θεραπεία. Η σπιρομέτρηση είναι μια σχετικά απλή, ανώδυνη και γρήγορη εξέταση που μπορεί να γίνει σε οποιοδήποτε πνευμονολογικό ιατρείο. Μπορεί να πραγματοποιηθεί από μικρά παιδιά μέχρι άτομα μεγάλης ηλικίας, αρκεί αυτά να φυσήξουν στο σπιρόμετρο με συγκεκριμένο τρόπο, ακολουθώντας τις οδηγίες που δίδονται από τον ιατρό που εκτελεί την εξέταση. Με απλά λόγια μετράται ο αέρας που μπορεί το άτομο να εκπνεύσει με συγκεκριμένο τρόπο, σε συγκεκριμένο χρόνο και η διάγνωση της ΧΑΠ γίνεται με βάση αν ο όγκος του αέρα είναι φυσιολογικός ή όχι. Οπότε πρέπει όλοι όσοι παρουσιάζουν παρόμοια συμπτώματα να επισκεφθούν έναν πνευμονολόγο», συμπλήρωσε η Επιμελήτρια Β’ στο Γενικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης «Γεώργιος Παπανικολάου».
Θεραπεύεται η ΧΑΠ;
Δυστυχώς, επί του παρόντος η ΧΑΠ δεν θεραπεύεται, αλλά όπως εξήγησε ο πρόεδρος της ΕΠΕ κ. Στέλιος Λουκίδης «προλαμβάνεται και ελέγχεται εφ’ όσον διαγνωσθεί νωρίς, γίνουν οι κατάλληλες ενέργειες αναχαίτισης της φυσικής πορείας της μέσω διακοπής του καπνίσματος και γίνουν οι κατάλληλες φαρμακευτικές και μη φαρμακευτικές παρεμβάσεις».
Ο κ. Ελευθέριος Βρουβάκης, Πνευμονολόγος-Φυματιολόγος και Διευθυντής της Πνευμονολογικής Κλινικής «Ανάσα» στο Metropolitan Hospital, πρόσθεσε ότι, «η έγκαιρη διάγνωση αποτελεί καθοριστικό παράγοντα στην πρόληψη εξέλιξης της νόσου. Το 64% των ασθενών με ΧΑΠ περνάνε το χρόνο τους καθιστοί ή ξαπλωμένοι συγκριτικά με τους υγιείς συνομηλίκους τους. Κι είναι λογικό να περνάνε τον χρόνο τους έτσι, εφόσον οι ασθενείς με ΧΑΠ παραπονούνται για το ότι δυσκολεύονται να εκτελέσουν απλές καθημερινές δραστηριότητες».
Βέβαια, τα τελευταία χρόνια χάρις στις διαθέσιμες θεραπείες έχει βελτιωθεί σημαντικά η ποιότητα ζωής των ασθενών, με αποτέλεσμα να είναι πιο λειτουργικοί στην καθημερινότητά τους.
Σύμφωνα με την κυρία Μπούτου, τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει πολύ σημαντικά βήματα όσον αφορά στην κατανόηση και αντιμετώπιση της νόσου. Οι πνευμονολόγοι γνωρίζουν πλέον ότι κάθε ασθενής είναι διαφορετικός και χρειάζεται ειδική προσέγγιση. «Και ευτυχώς για τους ασθενείς που πάσχουν από ΧΑΠ και τους πνευμονολόγους που ασχολούνται με τη νόσο, υπάρχουν πλέον πολλές διαφορετικές διαθέσιμες θεραπείες, έτσι ώστε να μπορεί να χορηγηθεί η κατάλληλη για κάθε ασθενή. Φυσικά, κατάλληλη θεραπεία σημαίνει λιγότερες παροξύνσεις της νόσου, λιγότερα χρόνια συμπτώματα, καλύτερη ποιότητα ζωής και μεγαλύτερη λειτουργικότητα για τους ασθενείς, κάτι που αλλάζει σημαντικά την καθημερινότητά τους. Και καθώς η έρευνα στον χώρο συνεχίζεται, αισιοδοξούμε ότι θα μπορούμε να βελτιώνουμε συνεχώς, όλο και περισσότερο και την ποιότητα ζωής και την πρόγνωση των ασθενών με ΧΑΠ», σημείωσε η κυρία Αφροδίτη Μπούτου.
ΧΑΠ εν καιρώ COVID-19
Από τη διαδικτυακή συζήτηση για τη ΧΑΠ δε θα μπορούσε να λείψει και η αναφορά στην πανδημία και τι θα πρέπει να κάνουν οι πάσχοντες από τη νόσο για να προστατευθούν από τη λοίμωξη COVID-19.
Όπως συνέστησε η κυρία Μπούτου, «οι ασθενείς με ΧΑΠ θα πρέπει καταρχήν να ακολουθούν ευλαβικά όλα τα μέτρα ατομικής προστασίας, ειδικά αυτά που αφορούν στη χρήση μάσκας, στην υγιεινή των χεριών και στην αποφυγή συγχρωτισμού. Ορισμένοι ασθενείς μπορεί να αισθάνονται μια υποκειμενική δυσφορία με την χρήση μάσκας, θα πρέπει όμως να γνωρίζουν ότι είναι ένα αναγκαίο μέτρο καθώς αποτελούν ευπαθή ομάδα, με ιδιαίτερη ευαισθησία στην εκδήλωση λοιμώξεων του αναπνευστικού. Επίσης θα πρέπει να ακολουθήσουν πιστά τις οδηγίες εμβολιασμού που τους έχουν δοθεί, όπως κάθε έτος. Ο βασικός στόχος για τους ασθενείς με ΧΑΠ κάθε έτος, και ιδιαίτερα φέτος, εν μέσω πανδημίας είναι να βρίσκονται σε όσο το δυνατόν πιο σταθερή κατάσταση και να αποφύγουν τις παροξύνσεις. Για το λόγο αυτό δε θα πρέπει να προβαίνουν σε αλλαγή ή διακοπή της αγωγής τους, χωρίς να έχουν λάβει αντίστοιχη σύσταση από τον θεράποντα ιατρό. Και επειδή όλο αυτό το διάστημα διαπιστώσαμε ότι πολλοί ασθενείς απέφευγαν να επισκεφτούν ιατρό, ιδιαίτερα στο νοσοκομείο, με φόβο μήπως εκτεθούν στον κορωνοϊό, παρά το γεγονός ότι παρουσίαζαν συμπτώματα επιδείνωσης ή παρόξυνσης της νόσου, θα ήθελα να παροτρύνω τους ασθενείς, σε αντίστοιχες περιπτώσεις, να επικοινωνούν με τον ιατρό τους. Πολλή προσοχή λοιπόν και τακτική επικοινωνία με τον ιατρό σας σε κάθε περίπτωση».