Το 2020 θα μείνει στη μνήμη όλων ως μια από τις πιο δύσκολες χρονιές του 21ου αιώνα. Η πανδημία δοκιμάζει τις αντοχές των υγειονομικών συστημάτων και την εμπιστοσύνη μας στην επιστήμη. Μόνη ελπίδα για τον έλεγχο της νόσου COVID-19 μοιάζει να είναι ένα αποτελεσματικό και ασφαλές εμβόλιο.
Για μία ακόμη φορά, λοιπόν, η ανθρωπότητα έχει εναποθέσει τις ελπίδες της στον εμβολιασμό, τη στρατηγική που αποτρέπει 2-3 εκατομμύρια θανάτους ετησίως, ενώ διαχρονικά έχει συμβάλει στην αύξηση του προσδόκιμου ζωής.
Παρά τα τεκμηριωμένα οφέλη του εμβολιασμού στην προαγωγή της ανθρώπινης υγείας, όμως, δεν είναι λίγοι οι αρνητές της ασφάλειας και της αποτελεσματικότητάς τους. Η πανδημία COVID-19, ωστόσο, φαίνεται να λειτουργεί υπέρ της περαιτέρω ενίσχυσης της εμπιστοσύνης των πολιτών στα εμβόλια γενικώς, ενώ σε ό,τι αφορά το εμβόλιο έναντι του νέου κορωνοϊού SARS-CoV-2 οι απόψεις διίστανται.
Πόσο εμπιστευόμαστε τα εμβόλια
Η μεγαλύτερη μέχρι σήμερα διεθνής μελέτη (αφορά 149 χώρες με τη συμμετοχή 284.400 ατόμων, άνω των 18 ετών) που δημοσιεύτηκε στην επιστημονική επιθεώρηση «The Lancet» από ομάδα ειδικών με επικεφαλής τη Χάιντι Λάρσον, καθηγήτρια στη Σχολή Υγιεινής και Τροπικής Ιατρικής του Λονδίνου, δίνει μια ξεκάθαρη εικόνα για την εμπιστοσύνη των πολιτών στα εμβόλια.
Η έρευνα, που αφορά αλλαγές που έχουν συντελεστεί την τετραετία 2015-2019, δείχνει ότι η εμπιστοσύνη των Ευρωπαίων στα εμβόλια έχει σημειώσει βελτίωση, με εντυπωσιακές διακυμάνσεις, όμως, μεταξύ των χωρών. Συγκεκριμένα, το ποσοστό των ανθρώπων που, λίγο πριν την απαρχή της πανδημίας, συμφωνούσαν κατηγορηματικά με την ασφάλεια των εμβολίων κυμαινόταν από 66% στη Φινλανδία έως 19% στη Λιθουανία.
Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, η εικόνα είναι μεικτή. Την πενταετία 2015-2019 η εμπιστοσύνη των πολιτών στην ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα των εμβολίων κατέγραψε άνοδο, αλλά σημείωσε πτώση το ποσοστό σε ό,τι αφορά τη σημασία του εμβολιασμού. Ειδικότερα, ενώ το ποσοστό εκείνων που «συμφωνούσαν πολύ» ότι τα εμβόλια είναι ασφαλή, στα τέλη του 2015 ήταν 26%, το 2019 είχε ανέλθει στο 62%, και το ποσοστό εκείνων που διαφωνούσαν είχε μειωθεί από 6,3% το 2015 σε 4,3% το 2019.
Σε ό,τι αφορά τα ποσοστά των Ελλήνων που θεωρούν αποτελεσματικά τα εμβόλια, το 2015 ήταν 36%, το 2019 είχε ανέλθει σε 37%, ενώ το 2015 το 4,6% τα θεωρούσε αναποτελεσματικά και το 2019 το ποσοστό ήταν μόλις 2,1%.
Στο ερώτημα για τη σημασία του εμβολιασμού, το 2015 το 58% των Ελλήνων ήταν σύμφωνο, αλλά το 2019 το ποσοστό είχε μειωθεί στο 52%. Εκείνοι που διαφωνούσαν ήταν το 4% και 3% τα αντίστοιχα χρονικά ορόσημα.
Αυξημένοι εμβολιασμοί κατά της γρίπης και του πνευμονιόκοκκου
Μεσούσης της πανδημίας COVID-19, οι Έλληνες δείχνουν φέτος το φθινόπωρο μεγαλύτερο ενδιαφέρον από κάθε άλλη χρονιά αναφορικά με τον εμβολιασμό τους έναντι της εποχικής γρίπης και του πνευμονιόκοκκου, δύο συνηθισμένων πια απειλών του αναπνευστικού συστήματος.
Την περσινή περίοδο (2019-2020) πραγματοποιήθηκαν μόνο για τη γρίπη 3.100.000 εμβολιασμοί, ενώ τη σεζόν 2018-2019 είχαν πραγματοποιηθεί 2.300.000. Φέτος, το υπουργείο Υγείας έχει μεριμνήσει για την παραγγελία και σταδιακή διάθεση συνολικά 4.200.000 δόσεων αντιγριπικού εμβολίου και 930.000 δόσεις εμβολίου για την προστασία από τον πνευμονιόκοκκο.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΗΔΙΚΑ και του ΕΟΠΥΥ σε σχέση με το εμβόλιο της γρίπης, από τις 29 Σεπτεμβρίου, οπότε ξεκίνησε η ηλεκτρονική συνταγογράφηση μέχρι και την τρέχουσα εβδομάδα έχουν συνταγογραφηθεί πάνω από 3.000.000 εμβόλια, έχουν διενεργηθεί πάνω από 2.900.000 εμβολιασμοί, ενώ πάνω από 1.850.000 αφορούν σε ευπαθείς ομάδες και συμπολίτες μας μεγάλης ηλικίας.
Σε ό,τι αφορά τον πνευμονιόκοκκο, από την 1η Σεπτεμβρίου έως και τις 27 Οκτωβρίου είχαν συνταγογραφηθεί ηλεκτρονικά περισσότερες από 535.744 δόσεις του εμβολίου και εξ αυτών έχουν ήδη εκτελεστεί 437.172 ιατρικές συνταγές, δηλαδή οι συμπολίτες μας είχαν εμβολιαστεί έναντι του βακτηρίου που προκαλεί πολλές και σοβαρές ασθένειες, μεταξύ των οποίων η πνευμονία.
Αναμένοντας το νέο εμβόλιο
Φέτος το φθινόπωρο, όμως, είμαστε αντιμέτωποι και με τον SARS-CoV-2. Η επιστήμη έχει ξεπεράσει κάθε προηγούμενο συμπυκνώνοντας τον χρόνο που απαιτείται για την ανάπτυξη ενός ασφαλούς και αποτελεσματικού εμβολίου κατά της COVID-19. Και όπως όλα δείχνουν, αυτό που άλλοτε απαιτούνταν 10-15 χρόνια για να επιτευχθεί, ένα εμβόλιο για μια μολυσματική νόσο, θα είναι γεγονός σε περίπου 12-15 μήνες. Το 2021 ένα ή και περισσότερα εμβόλια έναντι της COVID-19 θα είναι στη διάθεση των υγειονομικών φορέων.
Πόσο έτοιμοι είμαστε, όμως, να κάνουμε αυτό το νέο εμβόλιο;
Δημοσκοπική έρευνα της διαΝΕΟσις με τίτλο «Επτά Μήνες Πανδημία: Πώς Ζουν Οι Ελληνες», που διεξήχθη σε συνεργασία με την εταιρεία Metron Analysis το διάστημα 15-22 Σεπτεμβρίου 2020 σε πανελλαδικό δείγμα 1.257 ατόμων, ηλικίας 17 και άνω, στην ερώτηση αν υπήρχε σήμερα ένα εγκεκριμένο από τις αρμόδιες ελληνικές και ευρωπαϊκές αρχές, διαθέσιμο δωρεάν για όλους εμβόλιο για την νόσο COVID-19, το 49,5% των Ελλήνων δηλώνουν πως θα το έκαναν, ενώ το 41,9% όχι.
Στις ομάδες στις οποίες το «Οχι» αποτελεί πλειοψηφία είναι οι γυναίκες, οι ηλικίες 25-64, οι χαμηλότερες εισοδηματικά τάξεις, οι αγρότες, όσοι ζουν σε πολυμελή νοικοκυριά (4 μέλη και πάνω), αυτοί που δηλώνουν ότι ενημερώνονται από ιστοσελίδες και κοινωνικά δίκτυα, από «προσωπικούς ιατρούς» και αυτοί που δηλώνουν πως «δεν ενημερώνονται». Αξίζει να σημειωθεί ότι το ποσοστό αυτό είναι αντίστοιχο με το ποσοστό των Αμερικανών (51% σε έρευνα του Pew), αλλά μικρότερο απ’ ό,τι σε άλλες χώρες σε έρευνες που έγιναν το καλοκαίρι.
Στο ίδιο μήκος κύματος και τα αποτελέσματα της έρευνας του Κέντρου Κλινικής Επιδημιολογίας και Εκβασης Νοσημάτων (CLEO), σε τυχαίο δείγμα 1.000 ενηλίκων ατόμων. Ενας στους 4 Ελληνες δεν προτίθεται να κάνει το εμβόλιο κατά του νέου κορωνοϊού όταν αυτό θα είναι διαθέσιμο, ενώ 58% δηλώνει πρόθυμο να κάνει το εμβόλιο όταν εγκριθεί και οι υπόλοιποι δηλώνουν αναποφάσιστοι.
Συγκρίνοντας τα ευρήματα της έρευνας με αυτά της μελέτης του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ, που πραγματοποιήθηκε σε 20.000 άτομα από 27 χώρες παγκοσμίως, καθώς και με αυτά έρευνας που πραγματοποιήθηκε σε 7 ευρωπαϊκές χώρες (Δανία, Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Πορτογαλία, Ολλανδία και Βρετανία), όπου το ποσοστό των συμμετεχόντων που δήλωσαν πρόθυμοι να κάνουν το εμβόλιο ανερχόταν στο 74%, οι Ελληνες είναι πιο διστακτικοί απέναντι στο COVID-19 εμβόλιο σε σύγκριση με άλλους Ευρωπαίους.
Ενήλικες κάτω των 65 ετών, αυτοί που δεν ανήκουν σε ευπαθείς ομάδες ή δεν ζουν με άτομα που ανήκουν στις ευπαθείς ομάδες, όσοι πιστεύουν ότι ο ιός φτιάχτηκε στο εργαστήριο, όσοι πιστεύουν ότι ό νέος κορωνοϊός δεν είναι πιο σοβαρός και πιο θανατηφόρος από την εποχική γρίπη και όσοι δεν φαίνεται να γνωρίζουν τα συμπτώματα, τους τρόπους μετάδοσης και τους τρόπους ελέγχου και πρόληψης του νέου κορωνοϊού, είναι οι περισσότερο διστακτικές πληθυσμιακές ομάδες έναντι του εμβολίου.
Τέλος, από τη συγκεκριμένη έρευνα αναδεικνύεται η αρνητική επίδραση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης (ΜΚΔ), αφού οι άνθρωποι που δήλωσαν ότι ενημερώνονται για τον κορωνοϊό από αυτά εμφανίστηκαν πρόθυμοι να κάνουν το εμβόλιο σε ποσοστό 44,5% σε σχέση με όσους δήλωσαν ότι ενημερώνονται από επίσημες εθνικές και διεθνείς ιστοσελίδες και από τα ΜΜΕ (>60%). Το στοιχείο αυτό δείχνει ότι τα ΜΚΔ ίσως είναι πηγή παραπληροφόρησης για την ασφάλεια και αποτελεσματικότητα και γενικότερα για την αξία του εμβολιασμού.
Φόβος και ανασφάλεια
Τα στοιχεία αποκαλύπτουν ότι ενώ ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού σπεύδει να εμβολιαστεί με το εμβόλιο της γρίπης Η1Ν1 και του πνευμονιόκοκκου, είμαστε διστακτικοί στο να κάνουμε το εμβόλιο για τον νέο κορωνοϊό, όταν αυτό φυσικά υπάρξει. Το φαινόμενο προσπαθεί να εξηγήσει η κυρία Μαρία Παπαδάκη, Ψυχολόγος, Συνεργάτιδα Metropolitan General. «Οι άνθρωποι διακατέχονται από συναισθήματα φόβου και ανασφάλειας. Ο φόβος ενισχύεται στην περίπτωση αυτού του ιού, διότι συνεχώς παρουσιάζονται νέα δεδομένα, η εξάπλωσή του είναι ταχύτατη και αρκετές φορές η κατάσταση χαρακτηρίζεται ως μη ελεγχόμενη. Παράλληλα υπάρχει αδιάκοπη ενημέρωση για το επερχόμενο εμβόλιο, αλλά η αποτελεσματικότητά του ακόμη δεν έχει πιστοποιηθεί. Όλα αυτά συμβάλλουν στην ενίσχυση του φόβου και δημιουργούν ανασφάλεια και συναισθηματική αστάθεια. Παράλληλα φουντώνει το παγκόσμιο κύμα αρνητών του ιού και οι θεωρίες συνωμοσίας. Οι άνθρωποι πιστεύουν ή δημιουργούν θεωρίες συνωμοσίας, καθώς προσπαθούν μέσα από αυτές να εξηγήσουν μια πρωτόγνωρη κατάσταση και να αποκαταστήσουν την αίσθηση ελέγχου. Επιπρόσθετα, κυριαρχεί μια γενικότερη δυσαρέσκεια για τις κυβερνήσεις των χωρών, με αποτέλεσμα την απαξίωση των συστάσεών τους. Η οικονομική ανασφάλεια και σε ορισμένες περιπτώσεις, η οικονομική εξαθλίωση, ενισχύουν τη δυσπιστία απέναντι σε αυτή την πανδημία. Επίσης, οι λάθος χειρισμοί σε επικοινωνιακό και θεσμικό επίπεδο έχουν επηρεάσει και αυτοί αρνητικά την κοινή γνώμη.
Οι ψυχολογικές επιπτώσεις αυτής της πανδημίας έχουν πλέον εδραιωθεί και δεν γίνεται να τις αγνοήσουμε. Η κοινωνική απομόνωση, οι περιορισμοί, ο φόβος, το στρες, η αδυναμία προγραμματισμού της καθημερινότητας δυσκολεύουν τους ανθρώπους να σκεφτούν λογικά, να βρουν την ψυχολογική τους ισορροπία και να λάβουν σωστές αποφάσεις. Φρόνιμο θα ήταν όλοι μας να προάγουμε την συλλογική και ατομική ευθύνη και με γνώμονα την δημόσια υγεία να εμπιστευτούμε τους ειδικούς επιστήμονες, ώστε να μπορέσουμε να ξεπεράσουμε αυτή την τεράστια πρόκληση».