Επιπλέον οικονομικό φορτίο θα κληθούν να σηκώσουν οι Έλληνες σε ό,τι αφορά την κάλυψη των φαρμακευτικών τους αναγκών τα επόμενα χρόνια, καθώς η δημόσια φαρμακευτική χρηματοδότηση παραμένει αμετάβλητη στα 1,9 δισ. ευρώ ετησίως, δεχόμενη όμως τεράστια πίεση στον απόηχο της κρίσης αλλά και λόγω της συνεχώς επιδεινούμενης δημογραφικής εικόνας της χώρας. Υπό τα δεδομένα αυτά, η πανδημία μετατρέπεται σε μία πρόκληση υγειονομικά και σε αστάθμητο παράγοντα οικονομικά, για το ούτως ή άλλως εύθραυστο φαρμακευτικό τοπίο στην χώρα μας.
Τις δυσοίωνες αυτές επισημάνεις έκαναν οι ειδικοί του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ), με τη συνεργασία του Συνδέσμου Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδος (ΣΦΕΕ), στο πλαίσιο παρουσίασης μελέτης, χθες, για τη φαρμακευτική αγορά στην Ελλάδα.
«Τα επιδεινούμενα δημογραφικά δεδομένα, με τη διαχρονική μείωση των γεννήσεων (κατά 34 χιλιάδες άτομα το 2018) και την αύξηση του γηραιότερου πληθυσμού (άνω των 65 ετών), από 21,9% του συνολικού πληθυσμού το 2019 στο 33,0% το 2060, οδηγούν σε αυξανόμενη ανάγκη για φαρμακευτική και υγειονομική περίθαλψη, κάτι που συνεπάγεται και αυξημένη ανάγκη για δημόσια χρηματοδότηση σε δαπάνες υγείας και φαρμακευτική κάλυψη» επισήμαναν οι εκπρόσωποι του ΣΦΕΕ και του ΙΟΒΕ.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν, η συνολική εξωνοσοκομειακή φαρμακευτική δαπάνη εκτιμάται στα 3,9 δισ. ευρώ για το 2019. Από αυτά, το 1,9 δισ. ευρώ είναι η δημόσια φαρμακευτική δαπάνη, η οποία σημειωτέον είναι «κλειστή», δηλαδή αμετάβλητη και την υπέρβαση αυτού του ποσού την καταβάλλουν οι φαρμακευτικές εταιρίες και οι πολίτες. Ενδεικτικά σε ετήσια βάση, εκτός του ποσού των 1.9 δισ. Ευρώ που καταβάλλει για φάρμακα ο ΕΟΠΥΥ, άλλα 636 εκατ. Ευρώ πληρώνουν από την τσέπη τους οι ασθενείς και περί τα 1,35 δισ. ευρώ οι φαρμακευτικές εταιρείες ως clawback (υποχρεωτική επιστροφή της υπέρβασης).
Η επιβάρυνση των Ελλήνων στη δημόσια φαρμακευτική δαπάνη
Μάλιστα, οι εκπρόσωποι του ΣΦΕΕ, επισήμαναν πως το συνολικό ποσό της υπερφορολόγησης των φαρμακευτικών επιχειρήσεων αγγίζει τα 2 δισ. για το 2020, ποσό που αποτυπώνει τον εκτροχιασμό της φαρμακευτικής δαπάνης και φυσικά των υποχρεωτικών επιστροφών της βιομηχανίας – υπενθυμίζεται ότι το clawback θεσμοθετήθηκε ως προσωρινό μέτρο το 2012, το οποίο θα αντικαθιστούσαν ουσιαστικά σειρά διαρθρωτικών μέτρων στο σύστημα υγείας της χώρας.
Βαριά αποδεικνύεται και η συμμετοχή των πολιτών στα φάρμακα, η οποία ανήλθε το 2018 σε 636 εκατ. ευρώ συνολικά – από αυτά τα 375 εκατ. ευρώ ήταν θεσμοθετημένη συμμετοχή και τα 261 εκατ. ευρώ από τη διαφορά λιανικής και τιμής αποζημίωσης των φαρμάκων. Ωστόσο, οι «υποχρεωτικές» πληρωμές των ασφαλισμένων συνεχίστηκαν: πλήρωσαν επιπλέον 285 εκατ. ευρώ για μη συνταγογραφούμενα φάρμακα (ΜΗΣΥΦΑ), άλλα 96 εκατ. Ευρώ για φάρμακα της λεγόμενης «αρνητικής λίστας», εκείνα δηλαδή που δεν αποζημιώνονται , και τέλος άλλα 581 εκατ. ευρώ για αποζημιούμενα φάρμακα για τα οποία επέλεξαν να πληρώσουν από την «τσέπη» τους το 100% της τιμής.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσίασαν ΣΦΕΕ και ΙΟΒΕ, η μηνιαία δαπάνη υγείας των νοικοκυριών για το 2018 ανήλθε σε 108 ευρώ, με το 32,8% να αφορά σε φαρμακευτική περίθαλψη και το 33,2% κάλυψη νοσοκομειακών αναγκών. Η μηνιαία δαπάνη για Υγεία κυμαίνεται στα ίδια επίπεδα τα τελευταία χρόνια, από το 2012 και μετά, καθώς πιο πριν ήταν υψηλότερη.
Το αποτύπωμα της φαρμακοβιομηχανίας
Παρά τη σημαντική επίπτωση από τη δημοσιονομική προσαρμογή στη δημόσια χρηματοδότηση, η φαρμακοβιομηχανία εξακολουθεί να δαπανά σημαντικά ποσά για Έρευνα και Ανάπτυξη (Ε&Α), καθώς αντιπροσωπεύει το 5% της συνολικής ιδιωτικής δαπάνης για Ε&Α στην Ελλάδα (2017), ενώ μέχρι το 2019 διεξήχθησαν 2.811 κλινικές μελέτες ανεξαρτήτου τύπου και φάσης εκ των οποίων οι 1.604 ολοκληρωμένες.
Η παραγωγή φαρμακευτικών προϊόντων σε αξία το 2018 προσέγγισε το 1 δισ. Ευρώ ενώ η προστιθέμενη αξία τα 559 εκατ. Ευρώ (ποσοστό 3% στον κλάδο της μεταποίησης).
Οι απασχολούμενοι στην παραγωγή φαρμακευτικών προϊόντων ανέρχονται σε περίπου 17.100 άτομα, με το 60,6% των απασχολούμενων να είναι πανεπιστημιακής εκπαίδευσης.
Σημαντικός είναι και ο ρόλος του φαρμακευτικού κλάδου στο συνολικό εξωτερικό εμπόριο, καθώς οι εξαγωγές φαρμακευτικών προϊόντων ανήλθαν το 2019 σε 1,9 δισ. Ευρώ και αντιστοιχούν στο 4,4% του συνόλου των ελληνικών εξαγωγών όλων των αγαθών για το 2019.
Το ΙΟΒΕ προχώρησε επίσης σε μια νέα εκτίμηση του οικονομικού αποτυπώματος του κλάδου του φαρμάκου στην ελληνική οικονομία. Σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες εκτιμήσεις του, η συνολική συνεισφορά του κλάδου του φαρμάκου σε όρους ΑΕΠ εκτιμάται σε 6,9 δισ. Ευρώ (3,7% του ΑΕΠ) το 2018. Έτσι, για κάθε 1 ευρώ προστιθέμενης αξίας των εταιριών που δραστηριοποιούνται στον κλάδο του φαρμάκου, δημιουργούνται άλλα 3,1 ευρώ στο σύνολο της ελληνικής οικονομίας.
Σε όρους απασχόλησης, η συνολική συνεισφορά εκτιμάται σε 136.000. θέσεις εργασίας (ή 3,6% της συνολικής απασχόλησης). Δηλαδή, κάθε θέση εργασίας στον κλάδο του φαρμάκου υποστηρίζει άλλες 3 ισοδύναμες θέσεις πλήρους απασχόλησης συνολικά στην οικονομία. Τέλος, η επίδραση στα φορολογικά έσοδα από τη δραστηριότητα του κλάδου φαρμάκου εκτιμάται περίπου στα 1,9 δισ. Ευρώ.
ΣΦΕΕ: 7 πυλώνες δράσεων για τη διαμόρφωση ενός εθνικού σχεδιασμού για την δημόσια Υγεία
Όπως επισήμανε ο πρόεδρος του ΣΦΕΕ, κ. Ολύμπιος Παπαδημητρίου, «ο κλάδος του φαρμάκου είναι ένας κλάδος στρατηγικής σημασίας για τη χώραμε ισχυρό οικονομικό αποτύπωμα. Τόσο στα χρόνια της μακρόχρονης οικονομικής κρίσης όσο και πρόσφατα με την πανδημία του COVID-19 απέδειξε πως είναι εδώ, εξασφαλίζοντας επάρκεια φαρμάκων και καλύπτοντας όλες τις φαρμακευτικές ανάγκες των Ελλήνων ασφαλισμένων και ασθενών, στηρίζοντας τους επαγγελματίες υγείας, πολλές χιλιάδες θέσεις εργασίας, αλλά και το ίδιο το σύστημα υγείας». Στο πλαίσιο της συνδιαμόρφωσης της φαρμακοβιομηχανίας και της πολιτείας του κρίσιμου πεδίου του φαρμάκου, ο ΣΦΕΕ, ζητεί από τους κυβερνώντες να αξιολογήσουν άμεσα τις 7 προτάσεις που έχουν κατατεθεί.
Οι προτάσεις είναι οι εξής:
-Να επαναπροσδιοριστεί η δημόσια φαρμακευτική δαπάνη με βάση τις πραγματικές ανάγκες του πληθυσμού της χώρας μας.
-Να διασφαλιστεί η πρόσβαση σε νέες καινοτόμες θεραπείες για τους Έλληνες ασθενείς, που καθυστερεί τουλάχιστον 2 χρόνια.
-Να πάψει να στηρίζεται η βιωσιμότητα του συστήματος φαρμακευτικής περίθαλψης στην υπερφορολόγηση των φαρμακευτικών επιχειρήσεων, μέσω των υποχρεωτικών επιστροφών και εκπτώσεων που φθάνει στο 70% του κύκλου εργασιών των εταιριών του κλάδου.
-Να αρθούν τα αντικίνητρα στην ανάπτυξη.
-Να δοθούν περαιτέρω κίνητρα για την ανάπτυξη των κλινικών μελετών.
-Μόνο εάν δοθούν λύσεις στα προηγούμενα 2 σημεία (κονδύλια και υπερφορολόγηση) θα μπορέσει η Ελλάδα να προσελκύσει νέες επενδύσεις και κλινικές μελέτες.
-Να αναγνωριστεί από την Πολιτεία η σημαντική αναπτυξιακή δυναμική του φαρμακευτικού κλάδου ώστε να μεγιστοποιηθεί η συμβολή του στην ανάκαμψη της εθνικής οικονομίας.