*Το δοκίμιο υπογράφει η κυρία Θεοδώρα Ρούσσου, μεταπτυχιακή Φοιτήτρια του Πανεπιστημίου Πατρών, για την κυρία Στέλλα Κωνσταντίνου, μητέρα του Φ.
Ο Φ., είναι σήμερα 25 ετών. Όμως ήταν και 6 μηνών, και 5 ετών, και 16 και 22 ετών· ηλικίες σταθμοί για να φτάσει στον τίτλο της διάγνωσής του. Όλοι γεννιόμαστε ίδιοι, ωστόσο οι ζωές μας δεν εξελίσσονται τόσο ίδιες. Έτσι και ο Φ. με τον Α., τον δίδυμο αδερφό του, γεννήθηκαν το 1999 με διαφορά 7 λεπτών και φαινομενικά έμοιαζαν ίδιοι· όμως είναι διαφορετικοί. Οι ζωές τους δεν ήταν, είναι, ούτε και θα είναι ίδιες. Για την μητέρα των παιδιών, τη Σ., αυτό ήταν ενστικτωδώς εμφανές από πολύ νωρίς.
Κατά τη διάρκεια των πρώτων μηνών της ζωής του, ο Φ. πάλευε να κατακτήσει τα αναπτυξιακά ορόσημα της ηλικίας του. Ωστόσο παρατηρήθηκε καθυστέρηση στην επίτευξη αυτών και στην εκμάθηση του περπατήματος. Ακόμη, δεν προσπαθούσε να παίξει με τα παιχνίδια του και δεν υπήρχε εστιασμένη βλεμματική επαφή αλλά και γενικότερα προβλήματα στην όρασή του. Επιπλέον, εμφανής ήταν η μυϊκή υπερτονία και η χαλάρωση του δέρματός του.
Στους 6 μήνες ζωής του, νευρολόγοι επιβεβαίωσαν τις ανησυχίες της Σ. και διέγνωσαν αναπτυξιακή καθυστέρηση. Το παιδί δεν είχε τη φυσιολογική νοητική και κινητική ανάπτυξη και άρχισε να εμφανίζει νευρολογικά συμπτώματα. Ο τίτλος της τότε διάγνωσης ήταν Ψυχοκινητική Καθυστέρηση, μάλλον λόγω γενετικής μετάλλαξης.
Ο Φ., περπάτησε στην ηλικία των 5 ετών με αταξικό βήμα. Ωστόσο, δεν είχε λόγο. Η Σ. δεν έσκυψε το κεφάλι, έψαχνε να μάθει από τι πραγματικά πάσχει το παιδί της. Ο δρόμος προς την σωστή διάγνωση έκρυβε επισκέψεις σε ιατρούς με πραγματική διάθεση να βοηθήσουν, αλλά και εκείνους με την απάντηση ότι το παιδί δεν θα αναπτυχθεί νοητικά ούτε και κινητικά και να μην ασχοληθούν περαιτέρω μαζί του.
Το 2002 έψαξαν την απάντηση στην Αγγλία και το 2005 στις ΗΠΑ. Το σύνδρομο Angelman ήταν η επικρατέστερη απάντηση και οι αμέσως επόμενες, το Smith-Magenis Syndrome, το Smith-Lemli-Opitz Syndrome και το Fragile-X Syndrome. Ακολούθησαν αιματολογικές, απεικονιστικές και γενετικές εξετάσεις, τα αποτελέσματα των οποίων απέκλεισαν όλες τις διαγνώσεις για τα παραπάνω σύνδρομα.
Το ταξίδι συνεχίστηκε με λογοθεραπείες, φυσικοθεραπείες, εργοθεραπείες και παρακολούθηση από ειδικούς οπτομέτρες. Η αναζήτηση και η αγωνία των γονέων ήταν τεράστια και το γεγονός πως κανείς δε μπορούσε να δώσει απάντηση δεν έκανε την κατάσταση ευκολότερη. Οι ιατροί τόνισαν πως το 50% των περιπτώσεων δεν λαμβάνουν διάγνωση ποτέ και έτσι πορεύτηκαν για πολλά χρόνια με το γενικό τίτλο της Ψυχοκινητικής Καθυστέρησης συνεχίζοντας παράλληλα την αναζήτηση.
Η Σ. τόνισε το μόνιμο άγχος που είχε, τότε αλλά και τώρα. Όταν ο Φ. πονούσε δεν ήξερε που να αποταθεί. Απευθύνονταν σε παθολόγο, σε οδοντίατρο μέχρι και στο νοσοκομείο. Μετά το απέφευγε και αυτό γιατί τον ταλαιπωρούσαν με εξετάσεις, χωρίς αποτέλεσμα. Έκανε εικασίες και χρησιμοποιούσε τη μέθοδο του αποκλεισμού για να κατανοήσει γιατί υπέφερε το παιδί της. Φοβόταν να του παρέχει φαρμακευτική αγωγή και έτσι ακολούθησε τη μέθοδο της ομοιοπαθητικής για την καλύτερη περίθαλψή του. Η ομοιοπαθητική είναι μια εναλλακτική φυσική μέθοδος ενδυνάμωσης του οργανισμού. Την ακολούθησε καθώς δεν γνώριζε πως θα αντιδρούσε το παιδί σε αγωγή, ή ακόμη και αργότερα στην εφηβεία με σκοπό να ηρεμήσει την ένταση αυτής. Χρησιμοποιούσε το “μητρικό” ένστικτο, με πολλές ενοχές καθώς δεν μπορούσε πάντα να τον ανακουφίσει.
Ο πατέρας των παιδιών άργησε πολύ να αποδεχτεί το τι συνέβαινε στον ένα εκ των δύο διδύμων. Ρωτούσε πάντα αν ο Φ. είναι μοναδικός και αν έχουν δει οι ιατροί παρόμοια περίπτωση. Είχε την αγωνία να μπορεί να βοηθήσει οικονομικά. Δικαίως, αφού οι τόσες επισκέψεις σε ιατρούς απαιτούν χρήματα, που ειδικά στις μέρες μας δεν διαθέτει η κάθε οικογένεια.
Η οδύσσεια για τον Φ. και την οικογένεια του διογκώθηκε όταν αναζητούσαν το κατάλληλο σχολείο. Τα σχολεία που έβρισκε η οικογένεια απευθύνονταν είτε σε παιδιά που αντιμετώπιζαν μόνο κινητικά προβλήματα, όμως λόγω της φύσης των συμπτωμάτων του μικρού θεωρήθηκε πως δεν μπορούν να εξυπηρετήσουν και δεν «άνηκε» εκεί. Ή από την άλλη, υπήρχαν σχολεία που απευθύνονταν σε παιδιά με νοητική καθυστέρηση, κάτι που πάλι δεν κάλυπτε τον Φ. Σε ένα από τα πρώτα σχολεία τον έδεναν, γεγονός που μόλις έγινε αντιληπτό από τους γονείς του, τους ώθησε να το απορρίψουν ως επιλογή. Άλλωστε, με έναν τόσο γενικό τίτλο, μία λανθασμένη διάγνωση δεν ήταν εύκολο να κατατάξουν τον Φ. σωστά.
Κάποτε η Σ. έχασε τις ελπίδες της ότι θα βρουν κάποιον που μπορεί να βοηθήσει και θέλησε να πορευτεί με τον τίτλο που είχαν ως τότε για τον Φ. Εκείνο που έκανε τότε, ήταν να παρακολουθεί τον Φ. μία φορά τον χρόνο νευρολόγος. Η επιστήμη προχώρησε με τα χρόνια και στα 16 έτη του προέβησαν σε μοριακό έλεγχο από ιδιώτη γενετιστή. Ενάμιση μήνα μετά τους ενημέρωσε ότι δεν προέκυψε κάποια γενετική ανωμαλία που να αιτιολογούσε την κλινική εικόνα. Ρώτησαν αν υπάρχει κάποιο άλλο τεστ που μπορεί να τους δώσει την απάντηση που ψάχνουν, αλλά μάταια. Σήκωσαν τα χέρια ψηλά, είπαν μέχρι και ότι δεν έχει νόημα να συνεχίσουν, εξαντλήθηκαν. Όπως δήλωσε η Σ. «ο Φ. είναι αυτός που είναι, με το γάργαρο γέλιο και το γλυκό χαμόγελο».
Επισκέφθηκαν συνολικά 8 παιδοvευρολόγους, 3 γενετιστές, 2 αναπτυξιολόγους, 3 παιδιάτρους για να αντιμετωπίσουν θέματα που προκύπταν λόγω του άγνωστου ακόμη για την οικογένεια συνδρόμου. Ακόμη, 3 ορθοπεδικούς, 5 οφθαλμιάτρους, 4 οδοντιάτρους , 2 ωτορινολαρυγγολόγους, 2 χειρούργους και 1 ουρολόγο. Νοσηλεύτηκε σε μικρή ηλικία 1 φορά για να πραγματοποιηθούν διαγνωστικές εξετάσεις και να παρακολουθηθεί από ιατρούς διαφόρων ειδικοτήτων αλλά και να γίνει 24ωρη συλλογή ούρων. Έπειτα, άλλες 2 φορές για χειρουργεία, εκ των οποίων το πρώτο αφορούσε κρυψορχία όταν ήταν 16 μηνών (δεν γνώριζαν ακόμη ότι ήταν κλινική ένδειξη του συνδρόμου) και το δεύτερο τραύμα στο γόνατο έπειτα από πτώση ως ενήλικας.
Όλα αυτά γιατί, παρά τις νοσηλείες σε μεγάλα νοσοκομεία της Ελλάδας, τις επισκέψεις σε νοσοκομεία του εξωτερικού και τις επαναλαμβανόμενες εξετάσεις, κανένας ιατρός δεν ήταν σε θέση να δώσει τίτλο στο νόσημα του Φ., με αποτέλεσμα πολλές φορές να αμφισβητηθεί ακόμα και η ίδια η ύπαρξή του νοσήματος.
Έτσι, ο Φ. χρειάστηκε να επισκεφθεί 40 ιατρούς διαφορετικών ειδικοτήτων και να αποκτήσει πάνω από 4 λανθασμένες διαγνώσεις, ώστε 22 χρόνια μετά τα πρώτα εμφανή συμπτώματα να πάρει η οικογένεια, στα χέρια της τη διάγνωση.
Τον Μάιο του 2021, όταν ο Φ. ήταν ήδη 22 ετών, φίλη της οικογένειας ενημέρωσε για το γονιδιακό έλεγχο WES (Whole Exome Sequencing). To WES αποτελεί μια σύγχρονη μέθοδος προσδιορισμού αλληλουχίας που βασίζεται στην τεχνολογία της Αλληλούχηση Επόμενης Γενιάς (Next Generation Sequencing – NGS). Πρόκειται για αλληλούχηση των εξονίων των περίπου 20.000 γονιδίων που κωδικοποιούν πρωτεΐνες, δηλαδή περίπου το 1-2% του ανθρώπινου γονιδιώματος. Σε αυτές τις περιοχές ταυτοποιείται το 85% των παθογόνων γενετικών παραλλαγών που προκαλούν σπάνια γενετικά νοσήματα (Εργαστήριο Ιατρικής Γενετικής).
Πέντε μήνες μετά, τον Οκτώβριο του 2021, το σύνδρομο του Φ. έχει σωστό τίτλο, το σπάνιο σύνδρομο Pitt–Hopkins και οι γονείς του κλαίγοντας ταυτόχρονα από χαρά και λύπη περιγράφουν την στιγμή ως γλυκόπικρη. Σκεπτόμενη πως εκείνη η μέρα για τον υπόλοιπο κόσμο ήταν μια απλή ημέρα, η Σ. περιγράφει το πως ένιωσε. «Έκλαψα για τη διάγνωση, για το ‘λαχείο’ του Φ., για τα χρόνια που έχασα ψάχνοντας απαντήσεις, για τον πόνο που βίωσα και για την εξάντλησή μου. Συγχρόνως αισθανόμουν ανακούφιση που επιτέλους έλαβα έναν τίτλο. Έψαξα όλες τις ιστοσελίδες, γράφτηκα σε όλες τις διαδικτυακές ομάδες γονέων με παιδιά Pitt-Hopkins και βρήκα ομοιότητες με το δικό μου παιδί. Συστήθηκα, έκανα ερωτήσεις και κατάλαβα επιτέλους το λόγο που πολλά βράδια ο Φ. έκλαιγε».
Η οδύσσεια για μια ακριβή διάγνωση κράτησε πολλά χρόνια, ώσπου τελικά ο έλεγχος του γονιδιώματος έδειξε μία de novo (δίχως κληρονομικό ιστορικό) μετάλλαξη, δυστυχώς ακόμη χωρίς συγκεκριμένη θεραπεία.
Στο σήμερα, που μπορούμε να δούμε όλοι καθαρότερα ακόμη και εμείς που δεν το ζήσαμε εκ των έσω, το αισιόδοξο για τον Φ. είναι πως δεν εμφάνισε πολλά παθολογικά προβλήματα ούτε είχε επιληψία (οι επιληπτικές κρίσεις εμφανίζονται σε λιγότερα από τα μισά προσβεβλημένα άτομα και συνήθως ξεκινούν στην παιδική ηλικία. Το ανακουφιστικό, της διάγνωσης, για τη Σ. είναι πως δεν υπάρχει φθορά με το χρόνο και έτσι ο γιος της θα έχει μακροζωία. Ένιωσε, όπως δηλώνει, τυχερή που ο Φ. δεν πάσχει από εκφυλιστική νόσο.
Το σύνδρομο Pitt-Hopkins
Το σύνδρομο Pitt-Hopkins (PTHS) είναι ένα σπάνιο σύνδρομο, μια νευρολογική διαταραχή, που σχετίζεται με αναπτυξιακή και νοητική καθυστέρηση, απουσία γλωσσικής επικοινωνίας, υποτονία και δυσμορφία. Προκαλείται από μικρο-έλλειψη μεγέθους ~0,5 Mb στη χρωμοσωματική περιοχή 18q21.2 που περιέχει το γονίδιο TCF4 το οποίο και είναι υπεύθυνο για την εκδήλωση της νόσου. Ο μεταγραφικός παράγοντας 4, το πρωτεϊνικό προϊόν του TCF4, είναι μια βασική πρωτεΐνη Ε συγκεκριμένης διαμόρφωσης που πιστεύεται ότι εμπλέκεται στην πρώιμη ανάπτυξη του εγκεφάλου και στη νευρωνική διαφοροποίηση. Η διαταραχή περιεγράφηκε για πρώτη φορά στην ιατρική βιβλιογραφία το 1978. Είναι ένα σπάνιο σύνδρομο που θυμίζει το σύνδρομο Angelman και συνήθως αυτό υποπτεύονται πρώτα οι ιατροί μέχρι να αποκλειστεί με γενετικό έλεγχο.
Τα προσβεβλημένα παιδιά παρουσιάζουν καθυστερήσεις στην επίτευξη αναπτυξιακών οροσήμων, μειωμένη ικανότητα ομιλίας και μπορεί να έχουν αναπνευστικά προβλήματα. Πρόσθετα συμπτώματα που μπορεί να εμφανιστούν περιλαμβάνουν επαναλαμβανόμενες μη λειτουργικές κινήσεις των χεριών, δυσκοιλιότητα, διαταραχές ύπνου και μυωπία. Περίπου το ένα τρίτο των προσβεβλημένων αρσενικών εμφανίζουν κρυπτορχία, δηλαδή αποτυχία του ενός ή και των δύο όρχεων να κατέβουν στο όσχεο, το σάκο του δέρματος κάτω από το πέος. Τα παιδιά αυτά συχνά περιγράφονται ως κοινωνικά και με χαρούμενες διαθέσεις.
Η διαγνωστική οδύσσεια τελείωσε, αλλά οι ερωτήσεις των γονέων είναι πολλές και η εμπειρία τους κατά τη διάρκεια της νόσου ήταν βασανιστική.
Οι ασθενείς με σπάνιες ασθένειες και οι οικογένειές τους είναι ιδιαιτέρως απομονωμένοι και ευάλωτοι. Οι σπάνιες παθήσεις χαρακτηρίζονται από μεγάλη ετερογένεια. Συνήθως λόγω της άτυπης κλινικής εικόνας, η διάγνωση καθυστερεί και οι σπάνιες αυτές παθήσεις μπορεί να απειλήσουν τη ζωή ή να επιφέρουν χρόνιες δυσλειτουργίες. Απαιτείται συνεργασία πολλών ειδικοτήτων και μόνο μία διεπιστημονική προσέγγιση μπορεί να επιτρέψει την έγκαιρη διάγνωση και θεραπεία.
Το αισιόδοξο είναι ότι η πρόοδος της τεχνολογίας και οι νέες θεραπείες επιτρέπουν στα παιδιά που εμφανίζουν το σύνδρομο να επιτύχουν περισσότερα από ό,τι αρχικά πίστευαν ορισμένοι ιατροί. Χρειάζονται ωστόσο προγράμματα πρόληψης και ακριβή και έγκαιρη διάγνωση. Οι ασθενείς με σπάνια νοσήματα διαγιγνώσκονται από 2 έως 3 φορές λανθασμένα και περνούν από 8 έως 30 χρόνια αδιάγνωστοι. Το 50% των ασθενών είναι αδιάγνωστοι, μολονότι το 72% των νοσημάτων είναι γενετικά, που σημαίνει ότι ενδεχομένως τα φέρουν και άλλοι συγγενείς ή ότι μπορεί να μεταβιβαστούν στα παιδιά τους.
Η δική μου οπτική, έχοντας ξεκινήσει τη διπλωματική μου στο Εργαστήριο Φαρμακογονιδιωματικής και Εξατομικευμένης Ιατρικής (Precision Medicine) και Θεραπείας του Τμήματος Φαρμακευτικής του Πανεπιστημίου Πατρών, θεωρεί την Ιατρική Ακριβείας κατάλληλη να συμβάλλει στην έρευνα των σπανίων νοσημάτων. Αυτό, διότι διεξαγάγει έρευνα που έχει στόχο τον εντοπισμό της προδιάθεσης για μια συγκεκριμένη ασθένεια και τη σύνδεσή της με τη γενετική σύνθεση, το περιβάλλον και τον τρόπο ζωής κάθε ασθενή ξεχωριστά. Έπειτα, μετά την εμφάνιση μιας ασθένειας, εξατομικευμένες εφαρμογές ιατρικής και φαρμακευτικής θεραπείας, με βάση τα ευρήματα της έρευνας, μπορούν να βελτιώσουν τα αποτελέσματα και να μειώσουν σημαντικά το κόστος ιατρικής περίθαλψης (GSRI – General Secretariat for Research and Innovation).
Η ζωή με μία σπάνια πάθηση: Ταξίδι στον ωκεανό χωρίς χάρτη και πυξίδα