*Γράφει ο Εμμανουήλ Καλλίστρατος, Αν. Διευθυντής Καρδιολογίας, Πρόεδρος της Ομάδας Εργασίας Αρτηριακής Υπέρτασης της Ελληνικής Καρδιολογικής Εταιρείας
Η αρτηριακή υπέρταση αποτελεί σημαντικό και ολοένα αυξανόμενο δημοσιονομικό πρόβλημα υγείας. Η επίπτωσή της αυξάνεται λόγω της αύξησης του μέσου όρου ζωής, αλλά και του σύγχρονου τρόπου διαβίωσης (κάπνισμα, παχυσαρκία, καθιστική ζωή, ανθυγιεινή διατροφή κλπ). Στο πλαίσιο αυτό, η Ελληνική Καρδιολογική Εταιρεία δράττεται της ευκαιρίας να ενημερώσει τους πολίτες για έναν από τους κύριους παράγοντες κινδύνου καρδιαγγειακών νόσων. Είναι βασικός προδιαθεσικός παράγοντας κινδύνου για εμφάνιση αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου και εμφράγματος του μυοκαρδίου, ενώ αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα αίτια πρόωρου θανάτου. Ετησίως, ευθύνεται για 7 εκατομμύρια πρόωρους θανάτους παγκοσμίως, ενώ απορροφά το 4,5% των δαπανών της υγειονομικής περίθαλψης.
Συνολικά, το 2000 το 26,4% του ενήλικου πληθυσμού της γης έπασχε από αρτηριακή υπέρταση (1 στους 4 ενηλίκους). Το 2025 εκτιμάται πως το ποσοστό αυτό θα ανέλθει στο 29,2%, ποσοστό που ίσως υποεκτιμάται λόγω των ραγδαίων αλλαγών στον τρόπο ζωής. Ένας σημαντικός αριθμός των ασθενών αυτών δε γνωρίζει πως πάσχει από αρτηριακή υπέρταση, καθότι δεν προκαλεί συγκεκριμένα συμπτώματα αν δεν προκαλέσει βλάβες σε συγκεκριμένα όργανα. Ως αρτηριακή υπέρταση ορίζονται τιμές της αρτηριακής πίεσης >140mmHg για τη συστολική και/ή <90mmHg για τη διαστολική. Φυσικά, για να τεθεί η διάγνωση της αρτηριακής υπέρτασης, θα πρέπει οι τιμές της πίεσης να βρίσκονται σταθερά αυξημένες σε διαδοχικές μετρήσεις.
Σύμφωνα με στοιχεία του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, περισσότερα από 50% των καρδιαγγειακών επεισοδίων και περίπου 75% των αγγειακών εγκεφαλικών επεισοδίων οφείλονται στην υπέρταση (US Department of Health and Human Services 2004). Μελέτες καταδεικνύουν ότι οι ασθενείς με υπέρταση διατρέχουν διπλάσιο κίνδυνο για καρδιαγγειακό σύμβαμα σε σχέση με τους νορμοτασικούς. Η υπέρταση συνήθως συνυπάρχει με άλλους παράγοντες κινδύνου, όπως ο σακχαρώδης διαβήτης, το κάπνισμα, η δυσλιπιδαιμία, η παχυσαρκία κ.ά. Λιγότερο από 20% των ασθενών πάσχει μόνο από υπέρταση, το 80% παρουσιάζει 2 ή και περισσότερους παράγοντες κινδύνου. Σύμφωνα με διάφορες μελέτες, η συνύπαρξη πολλών παραγόντων κινδύνου όχι απλώς αθροίζει τον κίνδυνο, αλλά τον πολλαπλασιάζει.
Κύριος στόχος της αντιϋπερτασικής θεραπείας είναι η μείωση της πίεσης σε επίπεδα χαμηλότερα από 140/90mmHg. Παρ’ όλα αυτά, ακόμη και μικρή πτώση της αρτηριακής πίεσης (2mmHg) μειώνει σημαντικά τα καρδιαγγειακά επεισόδια. Η θεραπευτική αντιμετώπιση του υπερτασικού ασθενούς είναι πολυσχιδής και μπορεί να αναπτυχθεί σε διάφορα επίπεδα. Πρωταρχικός ρόλος της χορήγησης φαρμακευτικής αγωγής είναι η μείωση της αρτηριακής πιέσεως. Διάφορες μεταναλύσεις αντιϋπερτασικών φαρμάκων έδειξαν πως η αντιϋπερτασική θεραπεία μειώνει τον κίνδυνο για αγγειακό εγκεφαλικό κατά 40%, για στεφανιαία νόσο κατά 25% και για καρδιακή ανεπάρκεια κατά 50%. Το όφελος αυτό σε κάθε περίπτωση προέρχεται από τη μείωση της πιέσεως αυτής καθεαυτής, ανεξάρτητα από το φάρμακο που χρησιμοποιείται. Η Ελληνική Καρδιολογική Εταιρεία συνιστά να δίνεται ιδιαίτερη σημασία στην ενθάρρυνση και προτροπή του υπερτασικού ασθενούς για αλλαγές στον τρόπο ζωής, με οδηγίες υγιεινοδιαιτιτικής αγωγής.
Η διακοπή του καπνίσματος, η μείωση του σωματικού βάρους, η μείωση κατανάλωσης αλκοόλ και άλατος, η σωματική άσκηση για τουλάχιστον μισή ώρα την ημέρα, η αύξηση κατανάλωσης φρούτων και λαχανικών και η μείωση πρόσληψης κεκορεσμένων λιπών είναι τρόποι οι οποίοι μπορούν να συμβάλουν σε σημαντικό βαθμό στη ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης.