Καμπανάκι για την ιλαρά που έχει επιστρέψει δριμύτερη στην Ευρώπη χτυπά το Ευρωπαϊκό Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (ECDC). Σε σημερινή έκθεσή του επισημαίνει ότι τα κρούσματα ιλαράς αναμένεται να συνεχίσουν να αυξάνονται στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης/Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΕ/ΕΟΧ), λόγω της μη βέλτιστης εμβολιαστικής κάλυψης, της μεγαλύτερης πιθανότητας εισαγωγής από περιοχές με υψηλή κυκλοφορία και του γεγονότος ότι οι επόμενοι μήνες αντιπροσωπεύουν την εποχική αιχμή του ιού.
Τα στοιχεία του ECDC δείχνουν ότι τον Ιανουάριο και στις αρχές Φεβρουαρίου 2024, ο αριθμός των χωρών της ΕΕ/ΕΟΧ που ανέφεραν κρούσματα ιλαράς αυξήθηκε. Από δύο χώρες, μάλιστα, έχουν αναφερθεί τουλάχιστον επτά θάνατοι.
«Κανείς δεν πρέπει να πεθάνει από ιλαρά. Η αύξηση των κρουσμάτων ιλαράς, μιας εξαιρετικά μεταδοτικής, αλλά προλαμβανόμενης με εμβολιασμό ασθένειας, αποτελεί μια έντονη υπενθύμιση ότι όλα τα κράτη μέλη θα πρέπει να μεγιστοποιήσουν τις προσπάθειές τους για την επίτευξη και τη διατήρηση υψηλής εμβολιαστικής κάλυψης για όλες τις ασθένειες που προλαμβάνονται με εμβολιασμό. Τα εμβόλια είναι ένας ασφαλής και αποτελεσματικός τρόπος για να μειωθεί η επιβάρυνση της υγείας από τις μολυσματικές ασθένειες και να αποφευχθεί η άσκοπη απώλεια ζωών», σημειώνει η διευθύντρια του ECDC, Άντρεα Άμον.
Σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Κέντρο, η ιλαρά αποτελεί απειλή για άτομα όλων των ηλικιακών ομάδων, γεγονός που αναδεικνύει τη σημασία της διατήρησης υψηλής εμβολιαστικής κάλυψης σε ολόκληρο τον πληθυσμό. Ο μεγαλύτερος δυνητικός αντίκτυπος της ιλαράς, λόγω της υψηλής νοσηρότητας μετά τη λοίμωξη, αφορά στα βρέφη που είναι πολύ μικρά για να εμβολιαστούν. Τα μη εμβολιασμένα παιδιά κάτω των πέντε ετών διατρέχουν επίσης αυξημένο κίνδυνο, καθώς η ιλαρά μπορεί να έχει αρκετές επιπλοκές σε αυτή την ηλικιακή ομάδα. Επιπλέον, άλλες ομάδες, όπως οι ανοσοκατεσταλμένοι, διατρέχουν κίνδυνο σοβαρών επιπτώσεων από την ιλαρά.
«Η αυξητική τάση των κρουσμάτων ιλαράς σε όλη την Ευρώπη είναι ανησυχητική. Πρόκειται για μια εξαιρετικά μεταδοτική ασθένεια που μπορεί να προκαλέσει σοβαρές επιπλοκές, ιδίως για τα παιδιά και τα ευάλωτα άτομα. Τα καλά νέα είναι ότι πρόκειται για μια ασθένεια που μπορεί να προληφθεί με εμβολιασμό και ότι υπάρχουν πολλά ασφαλή και αποτελεσματικά εμβόλια διαθέσιμα στην ΕΕ. Όταν βλέπουμε κρούσματα ιλαράς, γνωρίζουμε ότι υπάρχει κενό στον εμβολιασμό. Προτρέπω όλους να ελέγξουν την κατάσταση του εμβολιασμού τους και τους γονείς να βεβαιωθούν ότι τα εμβόλια των παιδιών και των νέων τους είναι ενημερωμένα. Ο εμβολιασμός προστατεύει και σώζει ζωές, είναι ένα από τα ισχυρότερα εργαλεία μας κατά της ιλαράς και πολλών άλλων μολυσματικών ασθενειών», τονίζει η Επίτροπος για την Υγεία και την Ασφάλεια των Τροφίμων, Στέλλα Κυριακίδου.
Χρειάζεται εμβολιαστική κάλυψη 95% και πάνω
Η ιλαρά εξαπλώνεται πολύ εύκολα, επομένως, η υψηλή εμβολιαστική κάλυψη 95% ή περισσότερο του πληθυσμού με δύο δόσεις του εμβολίου είναι απαραίτητη για τη διακοπή της μετάδοσης σε μια χώρα ή κοινότητα.
«Συνεπώς, θα πρέπει να ενταθούν οι προσπάθειες για τον εντοπισμό και την προσέγγιση ανεμβολίαστων ή μερικώς εμβολιασμένων πληθυσμών. Θα πρέπει να διασφαλιστεί η ισότητα στην πρόσβαση στον εμβολιασμό, ιδίως για ευάλωτους πληθυσμούς όπως οι μετανάστες, οι εθνικές μειονότητες και όσοι ζουν σε συνθήκες συνωστισμού, π.χ. σε προσφυγικούς καταυλισμούς», αναφέρει το ECDC.
Επιπλέον, το Ευρωπαϊκό Κέντρο συνιστά στις ευρωπαϊκές χώρες υψηλής ποιότητας συστήματα επιτήρησης για την έγκαιρη ανίχνευση, την αντιμετώπιση και τον έλεγχο των τοπικών εστιών ιλαράς. Απαραίτητη είναι και η ενισχυμένη εργαστηριακή διαγνωστική ικανότητα διευκολύνει την παρακολούθηση των γονοτύπων του ιού και τον εντοπισμό των αλυσίδων μετάδοσης. Παράλλλα, είναι σημαντική η ευαισθητοποίηση των επαγγελματιών υγείας διαφόρων ειδικοτήτων σχετικά με την ιλαρά, ώστε να διασφαλιστεί η έγκαιρη διάγνωση, ιδίως σε μεγαλύτερα παιδιά και ενήλικες. Το ECDC προτρέπει τις χώρες της ΕΕ/ΕΟΧ να καταβάλουν προσπάθειες για τον εντοπισμό των λόγων της χαμηλής πρόσληψης εμβολίου στις κοινότητες και να εφαρμόσουν προσαρμοσμένες παρεμβάσεις. Αυτές περιλαμβάνουν την επικοινωνία κινδύνου και πρωτοβουλίες με βάση την κοινότητα, μεταξύ άλλων προς τις υποεξυπηρετούμενες ομάδες του πληθυσμού.