Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός για τον Καρκίνο του Πνεύμονα (LuCE) παρουσίασε στις 29 Νοεμβρίου 2023 την 8η έκθεση LuCE, με τίτλο «Οικονομικός αντίκτυπος του καρκίνου του πνεύμονα: Μια ευρωπαϊκή προσέγγιση».
Οικοδεσπότης της εκδήλωσης ήταν ο κ. István Ujhelyi, μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και συμπροεδρεύων της Ομάδας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για την Υγεία των Πνευμόνων. Πρόκειται για μια ετήσια πρωτοβουλία, της οποίας ηγούνται οργανώσεις ασθενών και τα μέλη τους σε ολόκληρη την Ευρώπη, με σκοπό την ευαισθητοποίηση σχετικά με τις κύριες προκλήσεις που αντιμετωπίζουν τα άτομα που βιώνουν τον καρκίνο του πνεύμονα.
Η 8η έκθεση LuCE διερευνά την οικονομική επιβάρυνση από τον καρκίνο του πνεύμονα, όπως καταγράφεται από τα άτομα που έχουν διαγνωστεί με καρκίνο του πνεύμονα και από τους φροντιστές τους. Η συλλογή δεδομένων έγινε μέσω μιας online έρευνας που συμπληρώθηκε(26 Μαΐου -5 Ιουλίου 2023) από 1.161 συμμετέχοντες (834 άτομα με καρκίνο του πνεύμονα και 327 φροντιστές) στην Ευρωπαϊκή Περιφέρεια του ΠΟΥ. Η Ελλάδα ήταν μία από τις 28 χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας που συμμετείχαν στην παραπάνω έρευνα. Καταγράφηκαν συνολικά 120 απαντήσεις από Έλληνες συμμετέχοντες.
Η Anne-Marie Baird, Πρόεδρος του LuCE, σχολίασε:
«Η 8η Έκθεση LuCE μας θλίβει βαθύτατα, διότι αποδεικνύει ότι η οικονομική τοξικότητα επηρεάζει όλους τους τομείς της ζωής και μαζί την τήρηση της θεραπείας. Τυχόν οικονομικές δυσκολίες πρέπει να εξετάζονται τη στιγμή της διάγνωσης και να εφαρμόζονται προγράμματα για τη στήριξη όσων είναι οικονομικά ευάλωτοι».
Κύρια ευρήματα
Το κόστος του καρκίνου του πνεύμονα και η οικονομική πίεση
-Οι περισσότεροι συμμετέχοντες ήρθαν αντιμέτωποι τόσο με ιατρικές (73,5%) όσο και μη ιατρικές δαπάνες (87,2%) λόγω του καρκίνου του πνεύμονα. Τα έξοδα που αναφέρθηκαν συχνότερα ήταν τα ταξίδια για ιατρικούς λόγους (83,7%), οι λογαριασμοί κοινής ωφέλειας του νοικοκυριού, όπως το τηλέφωνο ή η θέρμανση (77,3%), και τα προσωπικά είδη, όπως επίδεση, επίδεσμοι και αλοιφές (72,3%).
-Το 62,9% ανέφερε μείωση του εισοδήματος του νοικοκυριού μετά τη διάγνωση. Οι μισοί (49,5%) αντιμετώπισαν μείωση του εισοδήματος μεγαλύτερη από 30% σε σύγκριση με τη ζωή πριν από τον καρκίνο του πνεύμονα.
– ‘Ενας στους 4 ανέφερε την αδυναμία εργασίας ως μία από τις αιτίες για τη μείωση του εισοδήματος. Oι απουσίες από την εργασία (27,9%) και η συνταξιοδότηση λόγω ασθένειας (26,8%) είναι οι επόμενοι αναφερόμενοι λόγοι.
-Το 66,7% αντιμετώπισε οικονομικές δυσκολίες ως συνέπεια της νόσου. Οι δυσκολίες αυτές επισημάνθηκαν συχνότερα από τους φροντιστές (77,9%) παρά από τους ασθενείς (62,3%). Σύμφωνα με τα ευρήματα, το 21.2% των συμμετεχόντων χρειάστηκε περισσότερο από το 30% του εισοδήματος του νοικοκυριού για να καλύψει τις δαπάνες που αφορούσαν τον καρκίνο του πνεύμονα.
Σύμφωνα με την έρευνα, οι δαπάνες που σχετίζονται με τον καρκίνο του πνεύμονα επηρέασαν τα οικονομικά σε σημείο που το 45,7% αντιμετώπισε δυσκολίες στην κάλυψη των δαπανών που προέκυψαν από τον καρκίνο του πνεύμονα. Κατά συνέπεια, το 36,8% δυσκολεύτηκε να ζήσει με το τρέχον εισόδημα του νοικοκυριού.
Επιπτώσεις λόγω οικονομικής πίεσης και υποστήριξη
-Το 88,4% των ατόμων που ήρθαν αντιμέτωποι με οικονομικές δυσκολίες δήλωσαν ότι τουλάχιστον ένας τομέας της ζωής τους επηρεάστηκε αρνητικά από τις οικονομικές επιπτώσεις. Οι κυριότερες επιπτώσεις που αναφέρθηκαν ήταν η ψυχική υγεία (67,5%) και ο τρόπος ζωής και οι κοινωνικές δραστηριότητες (59,0%).
-Η πλειονότητα των συμμετεχόντων με οικονομικές δυσκολίες (82,1%) αντιλαμβανόταν τις παραπάνω επιπτώσεις ως εμπόδιο για τη θεραπεία, την ανάκαμψη και τη φροντίδα.
-Τα ευρήματα δείχνουν πως το 26,5% των ανθρώπων που βιώνουν τον καρκίνο του πνεύμονα πήρε μια απόφαση που επηρέασε την φροντίδα τους ή την τήρηση της θεραπείας τους για οικονομικούς λόγους.
-Μόνο 1 στους 5 ερωτηθέντες είχε αναζητήσει οικονομική στήριξη από τη δημόσια υγειονομική περίθαλψη (21,6%) ή την κοινωνική μέριμνα (20,6%). Ωστόσο, περίπου το 30% και το 41%, αντίστοιχα, δεν έλαβαν την απαιτούμενη βοήθεια.
-Η υποστήριξη για τα έξοδα αναφορικά με την φαρμακευτική αγωγή και την υγειονομική περίθαλψη προσδιορίστηκε ως η πιο αναγκαία οικονομική στήριξη (53.0%).