Η πρόσφατη εμπειρία της πανδημίας επιβεβαίωσε ότι τα εμβόλια αποτελούν εξαιρετικά σημαντικό εργαλείο δημόσιας υγείας και το βέλτιστο μέτρο πρόληψης έναντι λοιμωδών νοσημάτων.
Τα εμβόλια αποτελούν το σημαντικότερο επίτευγμα του 20ου αιώνα αλλά είναι «θύματα» της επιτυχίας τους. Ο μαζικός εμβολιασμός του πληθυσμού εξάλειψε την ευλογιά, ένα λοιμώδες νόσημα με εξαιρετικά υψηλή θνησιμότητα και μείωσε σημαντικά τη θνητότητα που οφείλεται σε άλλα λοιμώδη νοσήματα, όπως είναι η ιλαρά και ο κοκίτης.
Δυστυχώς οι σημερινοί γονείς συχνά αμφισβητούν την ανάγκη εμβολιασμού των παιδιών τους καθώς βλέπουν μόνο τις ανεπιθύμητες ενέργειες των εμβολίων όπως τον πυρετό, την ανησυχία και τις τοπικές αντιδράσεις και παραβλέπουν τα σημαντικά οφέλη των εμβολίων. Δεν βίωσαν την αναπηρία του γειτονόπουλου από πολιομυελίτιδα ή τον θάνατο από ιλαρά, πνευμονία ή μηνιγγίτιδα όπως οι προηγούμενες γενιές και έτσι αντιδρούν στο «γεμάτο» εμβολιαστικό πρόγραμμα των παιδιών τους. Συχνά ρωτούν εμάς τους παιδιάτρους αν είναι όλα τα εμβόλια απολύτως απαραίτητα αλλά και για ποιο λόγο πρέπει να χορηγούμε στα παιδιά αναμνηστικές δόσεις.
Γιατί χρειαζόμαστε τις αναμνηστικές δόσεις των εμβολίων
Θα ήθελα ιδιαίτερα να σταθώ στη σημασία των αναμνηστικών δόσεων που συνήθως χορηγούνται σε μεγαλύτερα παιδιά και συχνά ξεχνιούνται καθώς τα μεγαλύτερα παιδιά απομακρύνονται από τη συχνή επαφή με το παιδίατρο. Έτσι εξηγείται και γιατί οι αναμνηστικές δόσεις είναι αυτές που «ξεχάστηκαν» κατά κύριο λόγο την περίοδο της πανδημίας. Ευτυχώς το πρόβλημα αυτό ήταν λιγότερο σημαντικό στη χώρα μας σε σύγκριση με άλλες προηγμένες χώρες καθώς ο παιδίατρος είναι πολύ κοντά στην ελληνική οικογένεια.
Είναι όμως σημαντικό να γίνει κατανοητό ότι οι αναμνηστικές δόσεις εμβολιασμού έχουν διπλό στόχο: την ατομική προστασία από το λοιμώδες νόσημα αλλά και τη διατήρηση σε υψηλά επίπεδα της συλλογικής ανοσίας ώστε να αποτρέπονται επιδημικές εξάρσεις σοβαρών νοσημάτων όπως είναι η μηνιγγίτιδα.
Η ανάγκη χορήγησης αναμνηστικής δόσης εξαρτάται από το λοιμώδες νόσημα έναντι του οποίου προσπαθούμε να προστατευτούμε αλλά και από το είδος του εμβολίου που χρησιμοποιούμε. Υπάρχουν νοσήματα όπως είναι ο τέτανος ή η μηνιγγίτιδα όπου για να είμαστε ασφαλείς πρέπει να διατηρούμε υψηλό τίτλο κυκλοφορόντων αντισωμάτων στον ορό του αίματος έτσι ώστε ακόμα κι αν έρθουμε σε επαφή με το παθογόνο να μη κινδυνεύουμε να νοσήσουμε. Ο αριθμός των απαραίτητων αναμνηστικών δόσεων αλλά και το μεσοδιάστημα αυτών καθορίζεται με βάση την ικανότητα του εμβολίου να επάγει μακράς διάρκειας αντισωματική απάντηση.
Τα επιστημονικά δεδομένα οδηγός για το χρονοδιάγραμμα των εμβολιασμών
Όταν ξεκινά η χρήση ενός νέου εμβολίου δεν είναι δυνατόν να γνωρίζουμε με ακρίβεια τη διάρκεια προστασίας που προσφέρει ούτε την επιδημιολογική πορεία του λοιμώδους νοσήματος έναντι του οποίου μας προστατεύει. Έτσι, οι επιστημονικές κοινότητες διενεργούν προοπτικές και μακροχρόνιες πληθυσμιακές μελέτες με στόχο τη παρακολούθηση της επιδημιολογίας των νοσημάτων που προλαμβάνονται με εμβολιασμό και τον καθορισμό ανάγκης χορήγησης αναμνηστικών δόσεων.
Τέτοιες μελέτες μας έδειξαν για παράδειγμα ότι είναι ιδιαίτερα σημαντικό να χορηγούμε αναμνηστική δόση στα νήπια έναντι του πνευμονιοκόκκου κατά το δυνατόν άμεσα μετά τα πρώτα τους γενέθλια. Επίσης έδειξαν ότι είναι σημαντικό να χορηγούμε αναμνηστική δόση για τον τέτανο και τον κοκίτη στην εφηβεία και στη συνέχεια ανά δεκαετία κατά τη διάρκεια της ενήλικου ζωής. Ακόμα, επιπλέον δόσεις χρειάζονται παιδιά και ενήλικες που βρίσκονται σε ανοσοκαταστολή, όπως συμβαίνει για παράδειγμα αναφορικά με τον εμβολιασμό έναντι HPV των εφήβων. Αντίθετα, άλλες μακροχρόνιες πληθυσμιακές μελέτες μας έδειξαν ότι η προστασία από το εμβόλιο της ηπατίτιδας Β διαρκεί τουλάχιστον 25 χρόνια και συνεπώς δεν χρειάζεται επανεμβολιασμός στην εφηβεία.
Η χορήγηση αναμνηστικών δόσεων αφορά και στον εμβολιασμό έναντι της λοίμωξης από COVID-19. Σήμερα, μετά το πέρας της πανδημίας και ενώ ο ιός εξακολουθεί να κυκλοφορεί ανάμεσα μας, είναι σαφές ότι οι νέες παραλλαγές προκαλούν ηπιότερη νόσο, ιδιαίτερα στον άνοσο πληθυσμό. Η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού έχει ανοσία είτε μέσω εμβολιασμού ή μετά από νόσηση ή και από τα δύο (υβριδική ανοσία). Έτσι, η επιστημονική κοινότητα προετοιμάζεται για την επόμενη επιδημική έξαρση του κορωνοϊού με την οποία πιθανά θα βρεθούμε αντιμέτωποι το φθινόπωρο και διαμορφώνει τις συστάσεις επανεμβολιασμού. Η χορήγηση αναμνηστικών δόσεων θα αφορά στις ευάλωτες ομάδες πληθυσμού δηλαδή τα άτομα ηλικίας πάνω από 60 ετών καθώς και τα άτομα με υποκείμενα νοσήματα. Άτομα με σοβαρή ανοσοκαταστολή ίσως να εμβολιάζονται και ανά 6 μήνες.
Συμπερασματικά, οι αναμνηστικές δόσεις των εμβολίων χορηγούνται μόνο με βάση τα επιστημονικά δεδομένα. Οι οδηγίες επανεμβολιασμού αφορούν σε συγκεκριμένα εμβόλια, σε προκαθορισμένες ηλικίες ή ευάλωτες ομάδες πληθυσμού και σε συγκεκριμένο μεσοδιάστημα από την τελευταία δόση. Η χορήγηση αναμνηστικών δόσεων θα πρέπει να γίνεται σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα του Εθνικού προγράμματος εμβολιασμών.
* Η κυρία Βάνα Παπαευαγγέλου είναι καθηγήτρια Παιδιατρικής Λοιμωξιολογίας της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Διευθύντρια της Γ’ Παιδιατρικής Κλινικής του νοσοκομείου «Αττικόν».
** Η MSD Ελλάδος υποστηρίζει την πρωτοβουλία του «Πρώτου Θέματος» να αναδείξει τη σημασία του εμβολιασμού. Η φαρμακευτική εταιρεία δεν έχει καμιά ανάμειξη στην επιλογή των αρθρογράφων και στο περιεχόμενο των κειμένων.